Γη που χάνεται

Γ Η Π Ο Υ Χ Α Ν Ε Τ Α Ι 19 θρώπους ούτε κτίρια ούτε φανάρια ούτε δρόμους. Δεν υπήρ- χαν δέντρα. Δεν υπήρχε χορτάρι. Ήταν σαν τη Σελήνη». «Πού είχαν πάει;» «Τους είχε πάρει το νερό. Τους άρπαξε το κύμα ακριβώς εκεί που ήταν πεσμένοι, να έτσι». Στηρίχτηκε στον έναν αγκώνα κι έπιασε με δύναμη τον ώμο της Σοφίας, νιώθο- ντας τα κόκαλα να μετατοπίζονται κάτω από την παλάμη της. «Τόσο σφιχτό ήταν το νερό γύρω απ’ τα σώματά τους. Τους κλείδωσε μέσα στα σπίτια τους. Σήκωσε ολόκληρη την πόλη και την έβγαλε στον Ειρηνικό. Κανείς δεν ξανάδε ούτε ίχνος τους». Στη σκιά του λόφου το πρόσωπο της Σοφίας ήταν σκο- τεινό. Τα χείλη της είχαν μισανοίξει και φανέρωναν τις πριονωτές άκρες των μπροστινών της δοντιών. Της Αλιόνα της άρεσε μια στο τόσο να οδηγεί την αδελφή της σ’ ένα μέρος όπου έμοιαζε να τα χάνει απ’ τον φόβο. «Δεν είναι αλήθεια» είπε η Σοφία. «Ναι, είναι. Το άκουσα στο σχολείο». Το νερό, αδιαφανές στο απογευματινό φως, διατηρού- σε τον ρυθμό του. Έμοιαζε με λιωμένο ασήμι. Οι πέτρες πάνω στις οποίες στεκόταν προηγουμένως η Σοφία μια φαίνονταν και μια χάνονταν. «Μπορούμε να πάμε σπίτι;» ρώτησε η Σοφία. «Είναι νωρίς». «Ας είναι». «Σε τρόμαξα;» «Όχι». Στο κέντρο του κόλπου μια τράτα προχωρούσε αργά

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=