Γη που χάνεται

J U L I A P H I L L I P S 18 «Πέρα από το Ζαβόικο, σου είπα. Τόσο δυνατός ήταν αυτός ο σεισμός. Τον ένιωσαν μέχρι και στη Χαβάη. Άν- θρωποι πέρα στην Αυστραλία ρωτούσαν τους φίλους τους: “ Έπεσες πάνω μου;”, επειδή κάτι τους ταρακούνησε όπως στέκονταν. Τόσο δυνατός ήταν ο σεισμός». Η αδελφή της δεν είπε τίποτα. «Αντάριασε ολόκληρο τον ωκεανό» συνέχισε η Αλιόνα. «Σήκωσε κύμα διακόσια μέτρα ψηλό. Κι αυτό απλώς…» Τέντωσε το χέρι της μπροστά, στην ίδια ευθεία με το ασά- λευτο νερό του κόλπου, και σάρωσε τον ορίζοντα από τη μια άκρη ως την άλλη. Ο αέρας χάιδευε ψυχρός τα γυμνά τους μπράτσα. Κάπου κοντά έκρωζαν πουλιά. «Τι τους συνέβη;» ρώτησε τελικά η Σοφία. «Κανείς δεν ξέρει. Στην πόλη όλοι είχαν το μυαλό τους μόνο στον σεισμό. Ακόμα και στο Ζαβόικο δεν πήραν εί- δηση πόσο είχε σκοτεινιάσει ο ουρανός. Είχαν καταπιαστεί να σκουπίζουν, να ρωτάνε τους γείτονές τους αν ήταν κα- λά, να κάνουν επισκευές. Όταν τα νερά του ωκεανού άρ- χισαν να κυλάνε στους δρόμους τους, σκέφτηκαν ότι θα είχαν σπάσει τίποτα σωλήνες πιο πάνω στον λόφο. Αργό- τερα όμως, όταν ήρθε πάλι το ηλεκτρικό, κάποιος συνει- δητοποίησε ότι δεν υπήρχαν φώτα στην άκρη του βράχου. Το μέρος όπου έστεκε προηγουμένως η πόλη ήταν άδειο». Τα ήσυχα κυματάκια στον όρμο δημιουργούσαν έναν σι- γανό ρυθμό ως ηχητική υπόκρουση στα λόγια της. Σσσ-σσσ. Σσσ-σσσ. «Πήγαν να κοιτάξουν και δεν βρήκαν τίποτα. Ούτε αν-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=