Γάλα μαγνησίας

ΓΑΛΑ ΜΑΓΝΗΣΙΑΣ 23 μας έβλεπε, τρώγαμε στο πόδι και μετά μη μας είδατε! Εδώ ή θα ακολουθούσες το πρόγραμμα ή δρόμο. Δεν ήταν παίξε γέλασε. Μέχρι τη δευτέρα γυμνασίου ήμασταν όπως αγρί­ μια σε κλουβί. Ύστερα, σιγά σιγά, το συνηθίσαμε. Όλα τα συνηθίζεις σ’ αυτή την ηλικία. Όλα, όμως το πρωινό ξύπνη­ μα με τίποτα! «Έι Μπράσκα, τελείωνε καμιά ώρα!» Ο Αχιλλάκος βιαζόταν να πάει στην τουαλέτα, όμως ο συ­ γκάτοικός του στο κάτω κρεβάτι παιδευόταν ακόμη με το μαξιλάρι. Από δίπλα εγώ και ο Μικ το ’χαμε ρίξει στην κου­ βέντα περιμένοντας την επιθεώρηση. Επίτηδες είχαμε πιά­ σει κρεβάτι άκρη άκρη, γιατί, ώσπου να φτάσει εδώ, ο διευ­ θυντής έριχνε τις καμπάνες του και ξεθύμαινε. Θα γινόταν έτσι και σήμερα; Ή μήπως τα μαρτύρησε ο διάκος και τώρα θα ήταν πυρ και μανία; Ο διευθυντής μπούκαρε περασμένες εφτάμισι. Έδειχνε βιαστικός. Μάλλον ήθελε να ξεμπερδεύει στα γρήγορα για να πάει ν’ ανοίξει το μαγαζί του. Γιατί αυτή ήταν η κανονική του δουλειά: είχε κηροπωλείο στην Τάκη Οικονομάκη. Πω­ λούσε λιβάνια, κεριά, εικόνες, στεφάνια για τη Μεγάλη Πέ­ μπτη και, μαζί με όλα αυτά, τα βιβλία της ΖΩΗΣ και του ΣΩ­ ΤΗΡΑ.Πέρασε από μπροστά μας χωρίς να μας ρίξει δεύτερη ματιά. Όμως ο διάκος συνέχιζε τα δολοφονικά του βλέμματα. Ήταν σαν να έλεγε: «Δεν θα γλιτώσετε έτσι εύκολα από μένα, παλιόπαιδα!». Ο Αχιλλάκος έκανε πίσω απ’ την πλάτη του μια γκριμάτσα,που με τα χίλια ζόρια κρατηθήκαμε να μη βά

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=