Γάλα μαγνησίας
18 ΚΩΣΤΑΣ ΑΚΡΙΒΟΣ εξηγήσει στο ξινόμαυρο τέρας πως ήθελε να ξεπλύνει απ’ τα μούτρα του τα σάλια του γέρου! Στο σχόλασμα μείναμε επίτηδες τελευταίοι. Με το που χτύ πησε το κουδούνι,χίλιοι τόσοι μαθητές του Α΄ Γυμνασίου Αρ ρένων Βόλου,οι πιο πολλοί με ποδήλατα, έφυγαν για τα σπί τια τους.Εκεί θα τους περίμεναν οι δικοί τους και ένα τραπέ ζι στρωμένο. Εμάς, ο διάκος. Καθυστερούσαμε λοιπόν και κουβεντιάζαμε πώς θα γίνει να τη σκαπουλάρουμε,αν και οι πιθανότητες ήταν λίγες. Φτάσαμε την ώρα του φαγητού. Μέσα από την τραπεζα ρία ακουγόταν κάποιο παιδί να λέει την προσευχή: « Ευλόγη- σον την βρώσιν και την πόσιν …».Αφήσαμε τις τσάντες έξω στον διάδρομο και πήγαμε να μπούμε απ’ το πορτάκι που ένωνε τα μαγειρεία με την τραπεζαρία. Τζίφος, μπάστακας εκεί ο διάκος. «Ώστε έτσι ε; Το φαγητό του ξένου παιδιού, βρε αλήτες; Σαν δεν ντρέπεστε! Τεντιμπόηδες, ε τεντιμπόηδες!» Στο σχολείο την είχαμε βγάλει καθαρή, εδώ αποκλείεται. Σκύψαμε το κεφάλι και περιμέναμε να ακούσουμε τι είχε αποφασίσει για πάρτη μας.Μας κρατούσε στο χέρι. «Λοιπόν, διαλέξτε. Ή τιμωρία ή αυτή τη στιγμή κιόλας ει δοποιώ τους γονείς σας». «Δηλαδή,σαν τι τιμωρία;» πετάχτηκε ο Αχιλλάκος. Ο Μικ μέχρι και μετά το βραδινό φαγητό έτριβε το δάπε δο και γυάλιζε τα μανουάλια στο παρεκκλήσι στην ταράτσα, ενώ ο Αχιλλάκος θα ’πρεπε να γράψει πενήντα φορές το
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=