Γαλάζια φλέβα

12 «Παρότι έκανες ό,τι περνούσε από το χέρι σου» είπε ο σύζυγός της. «Θέλησες να εγκατασταθούμε εδώ μετά τη συνταξιοδότησή μου επειδή ήταν η πόλη του Τσάντρι. Μ’ έβαλες να χτίσω σπίτι δίπλα ακριβώς στο σπίτι του». «Αυτό δεν είναι αλήθεια, Τζακ. Δική σου ιδέα ήταν να χτίσεις εδώ. Εγώ συμφώνησα απλώς με την από- φασή σου – και το ξέρεις». Το πρόσωπό του ξεφούντωσε και χλώμιασε ξαφνι- κά. Τα μάτια του πήραν μια βασανισμένη έκφραση, καθώς συνειδητοποίησε ότι η γυναίκα του είχε δίκιο. «Δεν ξέρω τίποτα πια» είπε με γερασμένη φωνή και βγήκε από το δωμάτιο. Η γυναίκα του ετοιμάστηκε να τον ακολουθήσει, μετά γύρισε και στάθηκε δίπλα σ’ ένα παράθυρο, με πρόσωπο σκληρό και συλλογισμένο. «Ο σύζυγός μου είναι τρομερά ζηλιάρης». «Γι’ αυτό με κάλεσε;» «Σας κάλεσε επειδή του το ζήτησα. Θέλω πίσω τον πίνακά μου. Είναι το μόνο πράγμα που έχω από τον Ρίτσαρντ Τσάντρι». Κάθισα στο μπράτσο μιας πολυθρόνας και άνοιξα πάλι το σημειωματάριό μου. «Μπορείτε να μου τον περιγράψετε;» «Είναι το πορτρέτο μιας κοπέλας, με απλές πινε- λιές. Τα χρώματα είναι λιτά και έντονα, ινδιάνικα χρώ- ματα. Έχει κίτρινα μαλλιά, το πόντσο της είναι μαύρο

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=