Γαλάζια φλέβα
9 «Εγώ μιλάω, Ρουθ, σε παρακαλώ πολύ!» Με πήγε στο σπίτι, ενώ η σύζυγός του μας ακολού- θησε από κάποια απόσταση. Στο εσωτερικό η ατμό- σφαιρα ήταν ευχάριστα δροσερή, αν και ένιωθα γύρω και πάνω μου τον όγκο του κτίσματος. Θύμιζε περισ- σότερο δημόσιο κτίριο παρά κατοικία – ένα μέρος όπου πας να πληρώσεις τους φόρους σου ή να βγάλεις διαζύγιο. Κάναμε ολόκληρο ταξίδι μέχρι να φτάσουμε στο βάθος της μεγάλης σάλας. Ο Μπιμάγιερ μού έδειξε έναν τοίχο λευκό – ήταν άδειος, αν εξαιρούσες τους δύο γάντζους από τους οποίους κρεμόταν ο πίνακας, όπως μου είπε. Έβγαλα το σημειωματάριό μου κι ένα στιλό. «Πότε εκλάπη;» «Χτες». «Τότε πρόσεξα για πρώτη φορά την απουσία του» είπε η γυναίκα. «Αλλά δεν μπαίνω σ’ αυτό το δωμάτιο καθημερινά». «Είναι ασφαλισμένος ο πίνακας;» «Όχι ο πίνακας ειδικά» είπε ο Μπιμάγιερ. «Ό,τι υπάρχει μέσα στο σπίτι είναι ασφαλισμένο». «Πόσο πολύτιμος είναι ο πίνακας;» «Αξίζει δυο χιλιάρικα, περίπου». «Αξίζει πολύ περισσότερο» είπε η γυναίκα. «Πέντε με έξι φορές παραπάνω, το λιγότερο. Οι τιμές του Τσάντρι έχουν ανεβεί κι άλλο».
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=