Φτάνουν οι αδερφοί Χούντ (Κουρσάροι της περιπέτειας)

9 Εκείνες τις ώρες δεν είχε καμία σημασία αν ήταν ή δεν ήταν μαύρος. Ξαφνικά ένα δροσερό αεράκι σηκώθηκε από τον βορρά κι ένα χλιμίντρισμα ακούστηκε. Ο Τζέσε ένιωσε ένα ρίγος να σκαρφαλώνει στο καταϊδρω- μένο πουκάμισό του. Δεν έφταιγε όμως ο άνεμος. Οι γιάνκηδες, οι Βόρειοι δηλαδή, ερευνούσαν την περιοχή ψάχνοντας να βρουν επαναστάτες. Άντε μετά να έχει κανείς ησυχία μ’ αυτούς μες στα πόδια του. Κυρίως όταν ανάμεσά τους ήταν και ο υπολο- χαγόςΜακΚένζι. Αυτός ήταν που είχε δώσει εντολή να κάψουν το αγρόκτημα των Τζόρνταν, επειδή εί- χαν αρνηθεί να του δώσουν τα πρόβατά τους. «Το άκουσες;» επανέλαβε ο Τζέσε. Το πρόσωπο του Φρανκ έμοιαζε τώρα με πέτρι- νη μάσκα. «Ναι» είπε μονάχα. Ξαφνικά ένας ήχος ακούστηκε, σαν κάποιος να πατούσε ξερόκλαδα. Μια αλανιάρα κότα πετάρισε ενοχλημένη. Κι ύστερα καλπασμός αλόγων, ώσπου δυο καβαλάρηδες εμφανίστηκαν από το πουθενά μέσα σ’ ένα σύννεφο από κόκκινο σαν αίμα χώμα. Ο ένας κρατούσε μια ξιφολόγχη κι ο άλλος ένα μαστίγιο. «Φύγε!» φώναξε ο Φρανκ παρατώντας κακήν κακώς το άροτρο και βάζοντάς το στα πόδια. «Γρή- γορα!»

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=