Φανταστικός φίλος

18 στις μεγαλύτερες λακκούβες στον δρόμο τους. Αλλά και πάλι. «Αμάντα!» ακούστηκε μια φωνή από τη βάση της σκάλας. «Τι;» απάντησε η Αμάντα. «Δεν πιστεύω να πασάλειψες πάλι το χαλί με λάσπες;» «Όχι». «Τότε γιατί έχει λάσπες στο χαλί;» «Δεν το έκανα εγώ, μαμά» φώναξε η Αμάντα και σηκώθηκε όρθια γλιστρώντας απ’ το κρεβάτι της. Άκουσε βήματα στις σκάλες. Μάζεψε τα βρεγμένα της παπούτσια. Για να λέμε την αλήθεια, ήταν ψιλο -λασπωμένα, σκέ- φτηκε. Ψιλό. Αν τα παρατηρούσες πολύ πολύ προσεκτικά. Στάθηκε ακίνητη για μια στιγμή, με τα πα- πούτσια να ταλαντεύονται στα δάχτυλά της. Αν η μαμά έμπαινε στο δωμάτιό της και την έβρι- σκε να τα κρατάει στα χέρια, θα έβλεπε τη λάσπη στις σόλες και θα έβγαζε ένα τελείως αυθαίρετο συμπέρασμα . ΗΑμάντα έπρεπε να ξεφορτωθεί τα παπούτσια της και γρήγορα. Να ανοίξει το παράθυρο και να τα πετάξει έξω – θα της έπαιρνε πολλή ώρα. Θα μπορούσε να τα πετάξει κάτω από το κρεβάτι της – αν το κρεβάτι της είχε αποκάτω, που δεν είχε, γιατί στο αποκάτω του υπήρχαν συρτάρια γεμάτα με πολύ σημαντική σαβούρα.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=