Φανταστικός φίλος

17 βρήκε έναν δράκο δεμένο σ’ ένα δέντρο και έβγαλε απ’ το σακίδιό της το κατάλληλο αντικείμενο για να τον απελευθε- ρώσει (ένα σπαθί, ας πούμε, ή ένα βιβλίο με οδηγίες για τη διάσωση δράκων). Έκατσε στην άκρη του κρεβατιού της, έφερε το πόδι της στην ποδιά της, σήκωσε τον κόμπο, γλίστρησε τη λεπίδα του ψαλιδιού ανάμεσα στο κορδόνι και τη γλώσσα του παπου- τσιού και με ένα απλούστατο και ανακουφιστικό χρατς τον έκοψε στα δύο. Αφού είχε πλέον πρόσβαση στις άκρες του κορδονιού, το χαλάρωσε και έβγαλε το παπούτσι, πετώντας το μαζί με την κάλτσα σε μια γωνιά του δωματίου. Ανοιγόκλεισε τα υγρά δαχτυλάκια του ποδιού της, που είχαν πλέον απελευθερωθεί. Αμέσως μετά επανέλαβε τη διαδικασία με το άλλο παπού- τσι, το οποίο πέταξε στην ίδια γωνιά. Τελικά σύρθηκε πάνω στο κρεβάτι της. Τα πόδια της ήταν χλωμά και γλιστερά. Τα φύσηξε για να τα ζεστάνει και τα σκούπισε πάνω στο πάπλωμα για να στεγνώσουν. Ήταν μεγαλοφυΐα. Αυτό ήταν προφανές. Ποιος άλλος, αναρωτήθηκε, θα έβρισκε μια τόσο απλή λύση σε τόσο σύ- ντομο χρόνο; Αν ο Βίνσεντ ή η Τζούλια είχαν γυρίσει σπίτι με βρεγμένα παπούτσια (αυτοί ήταν φίλοι της από το σχο- λείο), ακόμη θα τα φορούσαν και τα πόδια τους θα κρύωναν πραγματικά. Θα κρύωναν τόσο πολύ, που πιθανότατα θα άρπαζαν πνευμονία. Κάτι τέτοιο ωστόσο δε θα συνέβαινε ποτέ, γιατί ο Βίνσεντ και η Τζούλια ήταν από τα παιδιά που δεν περνούσαν τα σαββατιάτικα απογεύματα μες στη βροχή, τσαλαβουτώντας

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=