Φάκελος Ρέμπους: Οι άγνωστες υποθέσεις (Pocket)

[ 18 ] νο και έτοιμο να το καταθέσει στην παμπ. Αναρωτιόταν συχνά τι θα έκανε αν κέρδιζε ποτέ το τζακπότ. Θα αποσυρόταν κάπου με πιο θερμό κλίμα; Αμφέβαλλε για το κατά πόσο η γυναίκα του θα ήθελε να αφήσει τη δουλειά της. Ούτε κι αυτός όμως θα ήθελε. Σταμάτησε στο γραφείο του Γκίλμουρ, πήρε το ρολόι και το έπαιξε στο χέρι του ενώ η αλυσίδα κουνιόταν. Τώρα ήταν πιο εύκολο να το ανοίξει, και όταν το έκανε ο μηχανισμός γλίστρησε στην παλά- μη του. Και πάλι όμως δεν ήταν έτοιμο να του αποκαλύψει τα μυ- στικά του. «Το ’ 63 ;» είπε ο υπάλληλος. «Αυτό μετράει ως πρόσφατη ιστορία». Φαλακρός και κάτωχρος, φορούσε λιγδιασμένα κοκάλινα γυα- λιά. Η αποθήκη στο Γκράντον ήταν τσιφλίκι του και ήταν προφανές ότι γνώριζε κάθε σπιθαμή της. «Πόσο πίσω πάνε τα αρχεία;» ρώτησε ο Ρέμπους. «Έχω κάποια από τη δεκαετία του 1940 – αλλά δεν είναι ολοκλη- ρωμένα». «Ακούγεσαι απογοητευμένος». Ο άντρας τον κοίταξε εξεταστικά και μετά του έδειξε με το χέρι ένα γραφείο: «Μπορείς να περιμένεις εδώ μέχρι να φέρω ό,τι χρειάζεσαι». «Ευχαριστώ». Ο Ρέμπους κάθισε και βλέποντας ένα τασάκι αποφάσισε να ανάψει τσιγάρο. Ήταν εννιά το πρωί και είχε ενημερώσει το γρα- φείο του ότι είχε ραντεβού στον οδοντίατρο. Περνώντας τη γλώσ- σα πάνω από τα δόντια του συνειδητοποίησε ότι θα έπρεπε στ’ αλήθεια να κλείσει ένα ραντεβού, εφόσον είχε ακυρώσει το τελευ- ταίο. Σε πέντε λεπτά ο υπάλληλος επέστρεψε. Άφησε έναν φάκελο

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=