Με μολύβι φάμπερ νούμερο δύο

ΜΕ ΜΟΛΥΒΙ ΦΑΜΠΕΡ ΝΟΥΜΕΡΟ ΔΥΟ 13 τιό της μπήκε μια κούνια μ’ ένα ξένο πλάσμα. Θυμάται ακόμα πως όταν με κάθιζαν σ’ ένα ψηλό καρεκλάκι και ήμουνα ξυπόλυτη, ερχόταν και μου δάγκωνε το μεγάλο δά- χτυλο του ποδιού, εγώ τσίριζα κι όταν έμπαινε η μαμά και τη ρώταγε τι έχω, εκείνη απαντούσε πως ήμουνα απλού- στατα κλαψιάρικο μωρό. Η μαμά όμως την παραφύλαξε, είδε τι έκανε, της έβγαλε τότε το παπούτσι, της δάγκωσε δυνατά το μεγάλο δάχτυλο κι από τότε η αδελφή μου έκοψε τη συνήθεια γιατί… μπορούσε να της έχει μείνει ως τώρα. Εκείνο το καλοκαίρι –μόλις είχα κλείσει τα δυόμισι και η Λενούλα ήταν τεσσάρων– ήρθε ο παππούς να μας πάρει να πάμε στη Σάμο. Δεν ξέραμε γιατί δεν πήγαμε με τη μαμά και τον μπαμπά κι ούτε φανταζό- μασταν πως δεν θα ξαναγυρίζαμε κοντά τους παρά μόνο όταν θα πηγαίναμε σχολείο. Στο σπιτικό μας φαίνεται είχε γίνει μεγάλη ανα- στάτωση. Η μαμά κόλλησε ιλαρά από μένα που εξε- λίχτηκε σε φυματίωση. Τότε η φυματίωση θεραπευό- ταν με καλή τροφή, καθαρό αέρα κι ένα φάρμακο που το έλεγαν ριμιφόν. Κάπου το πήρε τ’ αυτί μας και νομίσαμε πως είναι καμιά ξένη πόλη κι όταν μας ρωτούσαν τα παιδιά στο Μαλαγάρι, στη Σάμο, πού είναι η μαμά μας, η Λενούλα απαντούσε ξιπασμένα: «Στο Ριμιφόν». Για μας δεν υπήρχε πρόβλημα, θα μέναμε στo νησί

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=