Με μολύβι φάμπερ νούμερο δύο

24 ΑΛΚΗ ΖΕΗ είχαμε σαν γιαγιά. Εκείνη μας αγαπούσε πολύ, μα απ’ όλους ξεχώριζε τη Λενούλα· τη λάτρευε. Δεύτερη ήτανε η θεία Μέλισσα που είχε κατακόκ- κινα μαλλιά και γαλάζια μάτια, όπως όλες οι αδελ- φές. Έλειπε συχνά στην Αμερική. Αφού πέθανε ο δεύ- τερος άντρας της που ήτανε πλούσιος καπνέμπορος και νονός της αδελφής μου, πήγαινε συχνά στη Νέα Υόρκη όπου ζούσε ο γιος της από τον πρώτο της άντρα. Τρίτη, η θεία Ξάνθη. Τα μαλλιά της πρέπει να ήτα- νε κόκκινα σαν ήτανε νέα, αντί όμως ν’ ασπρίσουν, γίνανε πλατινένια σαν της Τζιν Χάρλοου. Ήταν πολύ λεπτή, φορούσε σχεδόν πάντα γκρι ανοιχτό, έτσι που όλα της τα ρούχα ταίριαζαν με τα μαλλιά της. Δεν θύμωνε ποτέ, δεν ύψωνε τη φωνή της. Ούτε μας μά- λωνε ό,τι και να κάναμε. Μόνο όταν είχαμε σκορπίσει στο σπίτι της βιβλία και παιχνίδια, εκείνη ξάπλωνε σε μια πολυθρόνα κι έλεγε σαν να μιλούσε στον εαυτό της: «Αχ, πώς ήθελα να είχα ένα μαγικό ραβδάκι να το κουνούσα κι όλα τα πράγματα να πήγαιναν στη θέση τους». Τότε εμείς χωρίς δεύτερη κουβέντα τα συγυρίζαμε όλα. Μόλις τελειώναμε, τη βρίσκαμε πά- ντα στην πολυθρόνα μόνο που κρατούσε έναν χάρακα κι έλεγε χαμογελώντας: «Είδατε, πραγματοποιήθηκε η ευχή μου και βρήκα το μαγικό ραβδάκι». Αναρωτιόμασταν πώς αυτή η γεμάτη χάρη γυναίκα που περπατούσε θαρρείς και χόρευε είχε παντρευτεί

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=