Ευτυχισμένες οικογένειες

12 ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΤΕΦΑΝΑΚΗΣ προσφωνεί, τραβώντας κάπως το ήτα στο όνομά μου, έτσι ώστε αντί για Λήδα να ηχεί στα δικά μου αυτιά Λή-ηδα. Οι συναντήσεις μας ήταν ανέκαθεν μια μικρή δοκιμασία, ειδικά τον τελευταίο καιρό, που έχει κιόλας παραξενέψει –ου γαρ έρχεται μόνον–, αλλά δεν παραπονιέμαι, αν σκε- φτώ, για παράδειγμα, τι τραβά μαζί της ο αδερφός μου, ο Νικηφόρος, πόσα γυμνάσια και εξευτελισμούς καταπίνει. «Άργησες» μου λέει και μου δείχνει το ρολόι της, περισ- σότερο για να μου υπενθυμίσει ότι είναι ολόχρυσο. Δεν άργησα. Είχαμε πει στις εννιά και φρόντισα να είμαι δέκα λεπτά νωρίτερα, ξέροντας ωστόσο ότι θα βρίσκεται πριν από εμένα στη θέση της – έρχεται τουλάχιστον δύο ώρες πιο πριν, κι όχι επειδή μένει δύο βήματα αποδώ, αλλά γιατί δεν έχει τι άλλο να κάνει. Κάθομαι απέναντί της και εισπράττωαμέσως την αποδοκιμασία της. Γνωρίζω ότι προ- τιμά να σου δίνει εκείνη την άδεια να καθίσεις, αλλά, επει- δή το ξεχνά ή κάνει πως το ξεχνά κι είναι ικανή να σε κρα- τά ένα τέταρτο της ώρας όρθια, αποφασίζω κάθε φορά να παραβλέψω αυτή τη μικρή λεπτομέρεια. Στο μεταξύ έρχεται ο κατάλογος, τον παίρνει στα χέρια και καλύπτει το πρόσωπό της, έτσι ώστε να βλέπω μόνο τα καλοχτενισμένα μαλλιά της, που επιμένει να τα βάφει ακό- μη. Στην πραγματικότητα υποκρίνεται πως διαβάζει, σαν μικρό παιδί – στην περίπτωσή της, απλώς δεν βλέπει πια ούτε τη μύτη της. Στις τελευταίες τρεις συναντήσεις μας

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=