Ευτυχισμένες οικογένειες

18 ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΤΕΦΑΝΑΚΗΣ μου δίνεις, να σου δώσω, και στο τέλος διαπιστώνω πως λίγα πράγματα έχω αποκομίσει μέσα από μισόλογα και επι- φωνήματα που καλούμαι να ερμηνεύσω. Επειδή, ξέρω καλά, δεν θα βγάλω άκρη, απολαμβάνω απλώς τη συντροφιά της και επεισόδια σαν κι αυτό που ακολουθεί. Κάποιο ζευγάρι ηλικιωμένων στο διπλανό τραπέζι επι- δεικνύεται προσφέροντας αδρό μπουρμπουάρ στο γκαρσό- νι. Η θεία τον φωνάζει κι ενώ δεν είναι αυτός που μας σερ- βίρει, βγάζει και του δίνει το διπλάσιο ποσό, χαμογελώντας θριαμβευτικά στους συνομηλίκους της. «Αν το έβλεπε αυτό ο θείος σου, θα τραβούσε τα μαλλιά του» μου λέει κλείνοντας το μάτι, γιατί ξέρει ότι θα του το μεταφέρω. Λίγο ηώρα, λίγο το αλκοόλ, η θείαΜέλπωπέφτει σ’ έναν ασυνάρτητο μονόλογο και δεν έχει νόημα να προσπαθήσω να την επαναφέρω στην πραγματικότητα. Τρώω αργά αργά το φαγητό μου απολαμβάνοντας τις μπουκιές μου και χα- ζεύω τη θέα της καλοκαιρινής Αθήνας, όπως λούζεται από τα νυχτερινά φώτα. Πλησιάζει έντεκα, βλέπω τα μάτια της να βυθίζονται σε μια αδιόρατη θλίψη πάνω σε αυτό το πρό- σωπο που κάποτε ακτινοβολούσε, και χωρίς να το θέλω αναθυμάμαι τα λόγια του ποιητή: Πώς πέρασε η ώρα, πώς πέ- ρασαν τα χρόνια;

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=