Έχουνε όλοι κακούς σκοπούς

Χ Ι Λ Ν Τ Α Π Α Π Α Δ Η Μ Η Τ Ρ Ι Ο Υ 12 κλαυθμών και οδυρμών. Άφησε πίσω του το Ρέθυμνο γύρω στις τέσσερις, κι ένα εικοσάλεπτο αργότερα, έπιασε τον εαυ- τό του να κουτουλάει από τη νύστα. Έκανε δεξιά σ’ έναν παράδρομο της εθνικής που οδηγεί στα Χανιά, πάρκαρε ο μισός σ’ ένα περιβόλι κι έσβησε τη μηχανή του τζιπ. Άνοιξε την πόρτα του οδηγού για να ανασάνει τον δροσερό νυχτερινό αέρα, και έμεινε για λίγο να θαυμάζει την πανσέληνο που κολυμπούσε στον σκοτεινό ουρανό. Τυπικά, το φεγγάρι ήθελε μία μέρα ακόμα για να γεμίσει εντελώς, όπως θα είχε επιση- μάνει η σχολαστική Νίνα, αλλά ήδη φάνταζε ολοστρόγγυλο στον ουρανό. Του άρεσε το ολόγιομο φεγγάρι, αν κι απόψε τον τάραζε μ’ έναν περίεργο κι ανεξήγητο τρόπο. Του δη­ μιουργούσε ανησυχία κι έναν ασαφή φόβο για το μέλλον. Προσπάθησε να ηρεμήσει με τη σκέψη ότι την επόμενη παν- σέληνο θα την απολάμβανε από το καλυβάκι του, με μοναδι- κή παρέα τη θάλασσα. Αχ, η θάλασσα! Η μυρωδιά της έφτανε ως τη μύτη του, κι ας απείχε η παραλία αρκετά χιλιόμετρα. Τα αμέτρητα στριφτά που είχε καπνίσει από το πρωί του είχαν αφήσει μια πικρή γεύση στο στόμα. Αναζήτησε ψηλα- φητά το μπουκάλι με το νερό που έπρεπε να βρίσκεται δίπλα του, αλλά δεν ήταν εκεί. Για να αλλάξει γεύση, ήπιε μερικές γουλιές ουίσκι από το μικρό δερμάτινο φλασκί που του είχε κάνει δώρο η Νίνα πριν από πολλά χρόνια. Κι αυτό του φά- νηκε πικρό. Ήξερε ότι είχε φτάσει ο καιρός να περιορίσει το τσιγάρο και το ποτό, όπως έκανε μετά το τέλος κάθε περιο- δείας. Όλα έχουν την ώρα τους, καθησύχασε τον εαυτό του κι άρχισε να παίρνει βαθιές ανάσες για να ξενυστάξει. Βγήκε από το αυτοκίνητο, τεντώθηκε και έκανε μερικά βήματα στον χωματόδρομο που ξεκινούσε δίπλα από το περιβόλι. Η προ-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=