Έχουνε όλοι κακούς σκοπούς (Μεταίχμιο Pocket)

λει μέσα από το πέλαγος. Να βουτάει στη θάλασσα την ώρα που βάφεται κόκκινη, και μετά να πίνει τον καφέ του με το πρώτο τσιγά- ρο της μέρας. Τη μαγευτική ηρεμία της σκηνής διέκοψε ένας πνιχτός ήχος. Κάποιος είχε κλείσει σχεδόν αθόρυβα την πόρτα του συνοδηγού και είχε καθίσει δίπλα του. Νιώθοντας μια ανεπαίσθητη κίνηση, ο Απόστολος άνοιξε με κόπο τα βαριά βλέφαρά του. Χαμένος ακόμη στο όνειρο, χαμογέλασε αχνά και μουρμούρισε: «Έλα, ρε… τι έγι- νε;». Ξανάκλεισε τα μάτια, λαχταρώντας να βουτήξει πάλι στην κόκ- κινη θάλασσα της έρημης παραλίας. Η λεία επιφάνεια του νερού θρυμματίστηκε βίαια. Ένα αιχμηρό αντικείμενο, μια λεπίδα, διαπέ- ρασε το νερό, και τον ίδιο. Ο ορίζοντας και η θάλασσα πλημμύρι- σαν κόκκινο. Το ίδιο και τα μάτια του. Μετά – σιωπή. Τίποτα. Τέλος. [ 14 ]

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=