Έχουνε όλοι κακούς σκοπούς (Μεταίχμιο Pocket)

σπάθεια να μείνει ξύπνιος δεν είχε αποτέλεσμα, τα μάτια του έκλει- ναν, η νύστα κέρδιζε τη μάχη. Δεν μπορούσε να οδηγήσει έτσι, καταλάβαινε ότι ήταν προτι- μότερο να κοιμηθεί ένα μισάωρο για να πάρει δυνάμεις. Μπήκε πάλι στη θέση του οδηγού, τράβηξε το πολύχρωμο ριχτάρι που εί- χε πρόχειρο στο πίσω κάθισμα, έκλεισε την πόρτα του και δοκίμασε να βολευτεί. Η υπερένταση δεν τον άφηνε να χαλαρώσει. Έπιασε ξανά το φλασκί και ήπιε λίγο ουίσκι ακόμα. Δίπλωσε το ελαφρό μπουφάν του και το έκανε μαξιλάρι, σκεπάστηκε με το ριχτάρι για να προστατευτεί από την υγρασία της νύχτας και κατέβασε το ψά- θινο καπέλο του για να μην τον τυφλώνει το λαμπερό λευκό φως του φεγγαριού. Με φωνή ραγισμένη από την κούραση, ψιθύρισε σαν νανούρι- σμα τους τρυφερούς στίχους «Fais toi plus belle pour la fête au village» , που τραγουδούσε το ντουέτο των Amadou & Mariam από τα ακριβά ηχεία. Γαληνεμένος από το τραγούδι, αφέθηκε να βου- λιάξει στην ησυχία και τα αρώματα του περιβολιού. Μικροί δυσδιά­ κριτοι ήχοι άρχισαν να κεντούν τη νυχτερινή σιγαλιά: το τερέτισμα ενός τριζονιού, το θρόισμα των οπωροφόρων από το περιβόλι, τα γαβγίσματα των σκύλων ενός κοντινού χωριού, μια κουκουβάγια. Οι ήχοι της φύσης γλύκαναν και διέλυσαν την υπερένταση. Ο Από- στολος βυθίστηκε σ’ έναν βαθύ ύπνο, ροχαλίζοντας σιγανά. Αλλά ακόμα κι αν δεν κοιμόταν, θα έπρεπε να έχει τα αυτιά του τεντωμένα για να διακρίνει ένα σούρσιμο που σταματούσε και ξα- νάρχιζε, σαν να παραμόνευε κάποιο αγρίμι. Ή ένα επικίνδυνο πλά- σμα της νύχτας. Εκείνος όμως ονειρευόταν την έρημη παραλία που είχε ανακαλύψει την άνοιξη. Ονειρευόταν να κρυφτεί εκεί απ’όλους κι απ’όλα. Να ξυπνάει το χάραμα και να βλέπει τον ήλιο να προβάλ- [ 13 ]

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=