Οι Φύλακες των Χαμένων Πόλεων 2: Εξορία

11 ΕΞΟΡΙΑ «Συγγνώμη». Η στριγκή φωνή του Σάντορ έφερνε κάθε φορά στον νου της Σόφι ένα σκιουράκι. Έκανε μια μικρή υπόκλιση καθώς κατέβαζε το όπλο του. «Δεν αναγνώρισα τη μυρωδιά σου». «Μάλλον επειδή μόλις πέρασα είκοσι λεπτά έρποντας σε μια φωλιά σάσκουατς». Ο Γκρέιντι μύρισε το μανίκι του και έβηξε. «Πουφ – δε θα χαρεί καθόλου η Ένταλιν όταν γυρίσω σπίτι». Ο Ντεξ γέλασε, η Σόφι όμως ήταν πολύ απασχολημένη προσπαθώντας να ελευθερωθεί από τη δυνατή σαν μέγγενη λαβή του Σάντορ. «Μπορείς να μ’ αφήσεις τώρα!» Μόλις τα πόδια της άγ­ γιξαν τη γη, η Σόφι έκανε πέρα ξεφυσώντας και αγριοκοιτά­ ζοντας τον Σάντορ, ενώ πάλευε να στρώσει τα ρούχα της. «Κανένα ίχνος του σάσκουατς;» «Η φωλιά είναι άδεια από καιρό. Και να μαντέψω, ούτε εσείς καταφέρατε να βρείτε ίχνη του, σωστά;» ΟΝτεξ έδειξε το γδάρσιμο που εξέταζε στονφλοιό. «Μοιά­ ζει να σκαρφάλωσε στο δέντρο και μετά να συνέχισε από κλαδί σε κλαδί. Αποκλείεται να βρούμε προς τα πού πήγε». Ο Σάντορ οσμίστηκε τον αέρα με την πλατιά, επίπεδη μύτη του. «Πρέπει να πάω τη δεσποινίδα Φόστερ σπίτι. Έχει μείνει πάρα πολύ έξω». «Μια χαρά είμαι! Βρισκόμαστε στη μέση ενός δάσους και κανείς πέρα από το Συμβούλιο δεν ξέρει πως είμαστε εδώ. Δεν ήταν ανάγκη καν να έρθεις». «Πηγαίνω όπου πας» είπε αποφασιστικά ο Σάντορ, βά

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=