Οι Φύλακες των Χαμένων Πόλεων 2: Εξορία
10 ΣΑΝΟΝ ΜΕΣΕΝΤΖΕΡ σινα πλάσματα με μάτια σαν χάντρες και μύτες σαν ράμφη – είχε δουλέψει κιόλας κοντά τους στα λιβάδια του Χέιβεν φιλντ, το αχανές κτήμα και καταφύγιο ζώων που αποκαλού σε τώρα σπίτι. Αλλά ήταν δύσκολο να ξεχάσει κανείς μια ολόκληρη ζωή ανθρώπινης διδασκαλίας. Ειδικά όταν είχε φωτογραφική μνήμη. Ένας κεραυνός έσκισε τον ουρανό και η Σόφι τινάχτηκε. «Δε μου αρέσει αυτό το μέρος» μουρμούρισε ο Ντεξ, με τα βιολετιά του μάτια να σαρώνουν τη δεντροστοιχία καθώς πλησίαζε τη Σόφι. Η υγρή, βαριά ατμόσφαιρα έκανε τη γα λάζια πουκαμίσα να κολλάει στα αδύνατα χέρια του, ενώ το γκρίζο παντελόνι του ήταν γεμάτο λάσπη. «Πάμε να βρούμε αυτό το πράγμα και να φύγουμε από εδώ». ΗΣόφι συμφωνούσε. Ήταν πυκνό και άγριο το βαλτώδες δάσος. Λες και ο χρόνος είχε ξεχάσει τούτο τον τόπο. Οι πυκνές φτέρες μπροστά τους θρόισαν κι ένα γεροδε μένο γκρίζο μπράτσο άρπαξε τη Σόφι από πίσω. Τα πόδια της έμειναν να αιωρούνται πάνω από το έδαφος και της ήρθε στο πρόσωπο ο βαρύς ιδρώτας γκόμπλιν, όταν ο γυμνό στηθος σωματοφύλακάς της έσπρωξε πίσω του τον Ντεξ, τράβηξε το καμπυλωτό σπαθί από το θηκάρι που κρεμόταν στο πλευρό του και σημάδεψε το ψηλό ξανθό ξωτικό με τον σκουροπράσινο χιτώνα που πρόβαλε σκοντάφτοντας από την πυκνή φυλλωσιά. «Ήρεμα, Σάντορ» είπε ο Γκρέιντι, κάνοντας πίσω για να αποφύγει τη γυαλιστερή μύτη της μαύρης λεπίδας. «Εγώ είμαι».
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=