Οι Φύλακες των Χαμένων Πόλεων 2: Εξορία
ΕΝΑ «ΑΚΌΜΗ ΔΕΝ ΜΠΟΡΏ ΝΑ ΠΙΣΤΈΨΩ ότι ακολουθού με τον Μεγαλοπόδαρο» ψιθύρισε η Σόφι, κοιτάζοντας με δέος τη γιγάντια πατημασιά στο λασπερό χώμα. Κάθε τερά στιο δάχτυλο ήταν φαρδύ σαν το μπράτσο της, ενώ μες στο χνάρι είχε σχηματιστεί μια βαθιά, βουρκιασμένη λιμνούλα. Ο Ντεξ γέλασε επιδεικνύοντας δύο τέλεια λακκάκια και σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών του για να εξετάσει ένα γδάρσιμο στον φλοιό κάποιου δέντρου εκεί κοντά. «Στ’ αλή θεια πιστεύουν οι άνθρωποι ότι υπάρχει ένας γιγάντιος πι θηκάνθρωπος που τριγυρνάει εδώ κι εκεί και προσπαθεί να τους φάει;» Η Σόφι στράφηκε από την άλλη μεριά κι έκρυψε με τα ξανθά της μαλλιά το πρόσωπό της για να μη φανούν τα ανα ψοκοκκινισμένα της μάγουλα. «Τελείως τρελό, έτσι;» Είχε περάσει σχεδόν ένας χρόνος από τότε που ανακά λυψε ότι είναι ξωτικό και πήγε στις Χαμένες Πόλεις, μερικές φορές όμως ξεχνιόταν και ακουγόταν σαν άνθρωπος. Το ήξερε ότι τα σάσκουατς δεν ήταν παρά ψηλά μαλλιαρά πρά
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=