Οι Φύλακες των Χαμένων Πόλεων 2: Εξορία
17 ΕΞΟΡΙΑ μικρό φύλλο των δαντελένιων φτερών ήταν ολοκάθαρο και μπορούσε να νιώσει σχεδόν το δροσερό νερό να πιτσιλάει το δέρμα της, την αύρα να γαργαλάει τα μάγουλά της. Αυτό όμως που ήταν πραγματικά παράξενο ήταν η ζεστή γαλήνη που τύλιγε τη συνείδησή της. Δεν είχε βιώσει ποτέ ξανά σκέψη σαν τόσο καθαρό συναίσθημα – ειδικά από πλάσμα που βρισκόταν τόσο μακριά. «Δεν πρόκειται να ξαναχωριστούμε» είπε επιτακτικά ο Γκρέιντι όταν ξεκίνησαν να ακολουθούν το μικρό ποτάμι προς το βουνό. «Δεν το ξέρω καλά αυτό το κομμάτι του δάσους». ΗΣόφι δεν ξαφνιάστηκε. Ήταν τόσο πυκνά τα δέντρα και οι φτέρες, που ήταν σίγουρη ότι κανείς –είτε άνθρωπος είτε ξωτικό– δεν είχε πατήσει το πόδι του εκεί εδώ και πάρα πολύ καιρό. Μαλακά πράσινα βρύα σκέπαζαν τη γη, πνίγοντας τα βήματά τους. Ήταν όμως λεία, και την τρίτη φορά που γλί στρησε η Σόφι ο Ντεξ άρπαξε το χέρι της και δεν το άφησε. Η θέρμη του χεριού του τρύπωσε κάτω από το ύφασμα του μανικιού της και ένιωσε πως έπρεπε να αποτραβηχτεί. Αλλά τη βοηθούσε να βρει την ισορροπία της και της ήταν πιο εύκολο να συγκεντρωθεί στις σκέψεις του σάσκουατς. Το θηρίο θα πρέπει να έτρωγε, αφού μια αίσθηση ικανο ποίησης ζέστανε τα βάθη του στομαχιού της, σαν να είχε μόλις φάει δεύτερη μερίδα παγωτογλυκό. Τάχυνε το βήμα της –από φόβο μην προχωρήσει το θηρίο τώρα που ήταν χορτάτο– και πάτησε κατά λάθος ένα πεσμέ νο κλαδί.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=