Έξοδος από την Αίγυπτο

11 «Ε λοιπόν, ΄ ή είμαστε ΄ ή δεν είμαστε. Siamo o non siamo» κόμπασε ο Βίλι, ο θείος μου, όταν, προχωρημένο απομεσήμε- ρο πια, καθίσαμε στον κήπο του, στο Σάρεϊ. Μπροστά μας απλωνόταν το ανοικονόμητο, απεριποίητο υποστατικό του. «Για κοίτα τούτο το θαύμα» είπε και έδειξε την αχανή έκταση του πράσινου. «Δεν είναι υπέροχο;» ρώτησε, λες και ήταν αποκλειστικά δική του επινόηση αυτή καθαυτήν η έν- νοια του απογευματινού περιπάτου στην αγγλική εξοχή. «Ακριβώς πριν από το ηλιοβασίλεμα, λίγα λεπτά μετά το τσάι, με πλημμυρίζει πάντα μια αίσθηση πληρότητας, κάτι σαν ευλογία. Ξέρεις, όλα όσα θέλησα τα απέκτησα. Καθόλου άσχημα για κάποιον που έχει περάσει τα ογδόντα». Ακτινο- βολούσε ολόκληρος αλαζονική αυτοϊκανοποίηση. Προσπάθησα να του πιάσω κουβέντα για την Αλεξάνδρεια, για τον χαμένο χρόνο και για τους χαμένους κόσμους, για το τέλος που έφτασε αναπόδραστα, για τον κύριο Κώστα και τον Μοντεφέλτρο και τον Άλντο Κον, για τη Λότε και τη θεία Φλό- ρα, για ζωές τόσο απόμακρες πια. Με διέκοψε κι έκανε μια ενοχλημένη κίνηση με το χέρι του, σαν να ήθελε να διώξει μιαν άσχημη μυρωδιά. «Σαχλαμάρες. Εγώ ζω στο παρόν» είπε σχεδόν εκνευρισμένος από τη νοσταλγική μου διάθεση. «Siamo o non siamo?» ρώτησε και σηκώθηκε. Τεντώθηκε για

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=