Έξι επί δύο
A R N E D A H L 18 Πρέπει να είχε έρθει εδώ σε αυτό το τετράγωνο για καπνι στές και να κάπνισε όταν ήταν ακόμη μέσα στα σκοτάδια. Έτσι πρέπει να ήταν. Πώς θα μπορούσε διαφορετικά να βρει τον δρόμο του ως εδώ; Δεν είχε σταματήσει το κάπνισμα όμως; Πιο πέρα από το καθαρισμένο τετράγωνο, το χιόνι στη βε ράντα έφτανε το ένα μέτρο ύψος. Το είχαν καθαρίσει σε στρώ σεις και είχε δημιουργηθεί μια απότομη σειρά σκαλοπατιών από ιδιαίτερα πιεσμένο χιόνι, που κατέληγε σ’ ένα υψίπεδο. Ήταν έξι μέτρα μέχρι την κουπαστή της βεράντας και άγνωστο πόσα μέχρι κάτω στο έδαφος. Στην ανοιχτωσιά που οδηγούσε στον δρόμο. Στον δρόμο που οδηγούσε πέρα αποκεί. Μακριά. Σκαρφάλωσε πάνω στο βαθύ χιόνι. Το οποίο είχε τόσο πάγο στην επιφάνεια, ώστε να μην το διαπερνούν ούτε τα δυσαναλό γως μικρά πόδια του. Εκτός από όταν έφτασε στην άκρη του και ο αγώνας να φτάσει ως την κουπαστή μετατράπηκε σε αγώνα να κινηθεί γενικώς. Έπιασε την κουπαστή την ίδια στιγμή που άκουσε θορύβους πίσω του, από την πόρτα της βεράντας. Απείχε σίγουρα πέντε μέτρα μέχρι κάτω, σε αυτό το οποίο είχε εκλάβει ως λευκή ανοιχτοσύνη. Το στρώμα χιονιού εκεί φαινόταν παχύτερο απ’ ό,τι πάνω στη βεράντα, αλλά αν ήταν έστω και το ίδιο σκληρό, θα έσπαζε το πόδι του. Εν πάση πε ριπτώσει, εναλλακτική λύση δεν υπήρχε. Δεν κοίταξε πίσω του όταν δρασκέλισε την κουπαστή της βεράντας, το ένα πόδι ακολούθησε το άλλο. Οι τρεις ρόμπες ανέμιζαν γύρω του σαν ιδιόμορφα λευκά φτερά. Ανέμιζαν για ώρα πολλή. Έπεσε στο χέρι, βούλιαξε μέσα του. Ναι, βούλιαξε, το χιόνι επιβράδυνε την πρόσκρουση. Έπεσε προς τα εμπρός, έκανε μια
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=