Έξι επί δύο

Ε Ξ Ι Ε Π Ι Δ Υ Ο 17 πόρτα που οδηγούσε στον κύριο διάδρομο. Ήταν κλειστή, αλλά μάλλον δεν θα έμενε έτσι για πολύ. Άρπαξε και τις τρεις λευκές ρόμπες που ήταν δίπλα στο καρότσι σερβιρίσματος και έκανε μερικά βήματα προς τη μι­ κρότερη πόρτα της κουζίνας. Ο πόνος στα διπλωμένα δάχτυλα τον κρατούσε σ’ εγρήγορση. Φόρεσε την πρώτη λευκή ρόμπα, μετά τη δεύτερη, αλλά όταν θέλησε να φορέσει και την τρίτη πάνω από τις άλλες δύο, ο θόρυβος είχε φτάσει πια πολύ κοντά στην κεντρική πόρτα της κουζίνας. Πίεσε προσεκτικά προς τα κάτω το χερούλι και βγή­ κε χωρίς ν’ ακουστεί στον πλαϊνό διάδρομο. Έκλεισε την πόρτα πίσω του, όσο πιο αθόρυβα μπορούσε, και τότε άκουσε την κεντρική ν’ ανοίγει απότομα. Καθώς διέσχιζε τρέχοντας τον όλο και σκοτεινότερο διάδρομο, κατάφερε να φορέσει με δυ­ σκολία και την τρίτη ρόμπα· οι μπότες έκαναν τον συνήθως γρήγορο διασκελισμό του να μοιάζει με το αδέξιο και σερνά­ μενο περπάτημα ενός τρελού. Συνήθως; Κανένα «συνήθως» δεν υπήρχε γενικώς. Και σί­ γουρα δεν είχε να κάνει με γρήγορο διασκελισμό. Ήταν λες και είχε ξυπνήσει σε έναν εντελώς άδειο, παντελώς λευκό κόσμο. Έναν κόσμο χωρίς σημάδια. Ό,τι έμοιαζε με αναμνήσεις δεν ήταν παρά φανταστικοί πό­ νοι. Όλα είχαν εξαφανιστεί, αποκοπεί. Ήταν λες και ο εγκέφαλος εξαφάνισε αποφασιστικά όλα τα ίχνη που είχε αφήσει πίσω του. Κι όμως αναγνώρισε την πόρτα, αναγνώρισε ακόμα και τη χαραμάδα που επέτρεπε σ’ ένα σύννεφο ψύχους να καλύψει τα τελευταία σκοτεινά μέτρα του διαδρόμου. Άνοιξε την πόρτα. Η βεράντα ήταν μεγάλη, τεράστια μάλ­ λον, σαν ν’ ανήκε σε βασιλικό ανάκτορο, αν και μόνο ένα μικρό τετράγωνο τμήμα της, το κοντινότερο στην πόρτα, ήταν καθα­ ρισμένο από χιόνι. Και γεμάτο αποτσίγαρα.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=