Έξι επί δύο

A R N E D A H L 16 το μακρουλό ορθογώνιο που κινούνταν στη μακρινή πλευρά της ανοιχτωσιάς ήταν ένα λεωφορείο. Εκεί έπρεπε να πάει. Υπήρχε ένας δρόμος εκεί. Μια οδός διαφυγής. Για να φύγει μακριά. Η πόρτα του δωματίου του είχε ανοίξει λίγο για πρώτη φο­ ρά, είχε καταφέρει να γλιστρήσει έξω ακριβώς την κατάλληλη στιγμή, τη στιγμή που έρχεται το αποκάρωμα μετά το μεσημε­ ριανό, και είχε βρει τον δρόμο για την κουζίνα όπου, απ’ ό,τι ήξερε, δεν είχε πάει ποτέ του. Το προσωπικό της κουζίνας είχε ετοιμάσει τον απογευμα­ τινό καφέ· μερικά θερμός πάνω σ’ ένα καρότσι σερβιρίσμα­ τος, δίπλα μια πιατέλα με κανελοκούλουρα καλυμμένη με διαφανή μεμβράνη. Δίπλα στο καρότσι κρέμονταν μερικές λευκές ρόμπες. Έριξε πάλι μια ματιά έξω από το παράθυρο, πολύ κοντά στο τζάμι αυτή τη φορά· το ψύχος χάιδεψε το πρόσωπό του. Έριξε μια ματιά κάτω, στο κορμί του· πιο κάτω από αυτό που θα μπορούσε να το περάσει κανείς για παντελόνι αθλητικής φόρμας τα πόδια του ήταν γυμνά. Κούνησε βιαστικά τα δάχτυ­ λά του κι ήταν λες κι αυτά συνειδητοποίησαν ότι ποτέ τους δεν θα έφταναν στον δρόμο χωρίς υπόδεση. Κι όμως έπρεπε να βγει. Να φύγει μακριά. Είχε καθίσει για πολύ καιρό εδώ. Ήταν απών για πάρα πολύ καιρό. Πήγε και κοίταξε έξω στη δεσπέντζα. Σε μια γωνιά στο βάθος υπήρχε όντως ένα ζευγάρι μπότες και, παρόλο που ήταν τουλάχιστον τρία νούμερα μικρότερες, τις φόρεσε. Τα δάχτυλα δίπλωσαν, αλλά μπορούσε να περπατήσει, ίσως να μπορούσε κιόλας να τρέξει. Όταν επέστρεψε πάλι στην κουζίνα, άκουσε φωνές από την

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=