Έξι επί δύο

2 Πέμπτη, 12 Νοεμβρίου, ώρα 14.17 Τ ο όνομά του ήταν Μπέργερ. Σαμ Μπέργερ. Κι αυτό ήταν το μόνο που γνώριζε. Εκτός από το γεγονός ότι έπρεπε να βγει έξω. Για να φύγει μακριά. Ακούμπησε το χέρι στο παράθυρο της κουζίνας· ήταν τόσο κρύο που του έδωσε την αίσθηση πως τα ιδρωμένα ακροδάχτυ­ λά του θα κολλούσαν στην επιφάνεια του τζαμιού. Κι όταν τράβηξε απότομα το χέρι του, τ’ αποτυπώματα ήταν τόσο κα­ θαρά, που τον έκαναν να υποψιαστεί πως μπορεί ν’ αποτελού­ νταν, κατά μεγάλο μέρος, από δέρμα. Το πρώτο που είδε στο τζάμι του παραθυριού ήταν ο εαυ­ τός του. Σήκωσε το δεξί χέρι του, τέντωσε τον δείκτη και τον μέσο με αποτέλεσμα το χέρι να θυμίζει δίκαννο περίστροφο. Και μετά πυροβόλησε τον εαυτό του. Έξω από το παράθυρο ήταν όλα λευκά. Παντελώς λευκά. Το παχύ στρώμα χιονιού ήταν επίπεδο. Κάλυπτε μια έκτα­ ση, ένα λιβάδι, ίσως ένα χωράφι, και το χωράφι αυτό έμοιαζε να εκτείνεται στο άπειρο. Μέχρι τη στιγμή που κάπου εκεί μακριά διέκρινε μια κίνηση, ακριβώς εκεί που το οπτικό πεδίο αντάμωνε τα όριά του. Κι αν πίεζε το βλέμμα ακόμα πιο πέρα από το όριο του οπτικού πεδίου, θα μπορούσε να ξεκρίνει πως

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=