Έξι επί δύο
A R N E D A H L 14 νωρίτερα πια– και υποψιάζομαι ότι και ο ουρανός είναι συννε φιασμένος, σαν να υπάρχει κάποιο άλλο σκοτάδι πίσω από το σκοτάδι. Να ο ήχος ξανά. Έχει μετακινηθεί. Γρήγορος, σερνάμενος, τραβηχτός θόρυβος κατά μήκος του τοίχου, σαφώς κοντύτερα στην πόρτα. Μακάρι να ήταν προνύμφες από κάραβους, αλλά δεν είναι. Το βλέμμα μου δεν θέλει να ξεκολλήσει από το χαρτί. Έχω ωστόσο την αίσθηση ότι πρέπει πραγματικά να αναζητήσω μια διέξοδο. Η φλόγα του κεριού μου τρεμοπαίζει ανάλαφρη στο σκοτάδι, έτοιμη να σβήσει. Τίποτ’ άλλο δεν ακούγεται πέρα από το κροτάλισμα των πλήκτρων της γραφομηχανής μου, ένας ήχος που σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση θα μπορούσε να καλμάρει την αφηνιασμένη νευρικότητά μου. Όχι σε τούτη την περίπτωση όμως. Γιατί τώρα ακούω τον ήχο ξανά, το βιαστικό σύρσιμο, ένα γρήγορο ανασκάλεμα. Ποτέ άλλοτε δεν ήταν τόσο κοντά. Δύο μήνες έχω με αυτό εδώ. Μερικές φορές συμβαίνει κα θημερινά, άλλες φορές γίνεται ένα αφόρητο διάλειμμα αρκε τών ημερών. Κι αυτή τη στιγμή που ακούω τον ήχο στα σκαλο πάτια της βεράντας νιώθω σχεδόν υπέροχα· δεν θ’ άντεχα την αβεβαιότητα για πολύ ακόμη. Το υπόγειο που σταμάτησα να χρησιμοποιώ εδώ και κάνα δυο χρόνια· δεν ξανακατέβηκα εκεί έκτοτε. Την ίδια στιγμή που το βλέμμα μου πάει στην πόρτα που οδηγεί στο υπόγειο, ένας ξαφνικός, παγωμένος αέρας διαπερνάει την κρεβατοκά μαρα. Την ίδια στιγμή που σβήνει η μικρή φλόγα του κεριού ακούω
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=