ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΗ ΝΤΑΪΑΝΑ 33 θισμένη στο τραπέζι της κουζίνας του Τζάσπερ, με το πρόσωπό μου στραμμένο μακριά από την κάμερα. Είμαι γυμνή, εκτός από ένα ζευγάρι άσπρες κάλτσες, κρατώντας ψηλά μια λιχουδιά για το σκυλί που πηδάει στον αέρα να την πιάσει. Αισθάνομαι τα πόδια μου κολλημένα, παρόλο που το πάτωμα από κάτω μου βουλιάζει. Η καρδιά μου αρχίζει να χτυπάει σαν τρελή και κλείνω τα μάτια για να σταματήσει να στριφογυρίζει η αίθουσα. Επαναφέρω τον εαυτό μου εδώ, σ’ αυτή την γκαλερί και το πλήθος, μακριά από εκείνη την κουζίνα. Σαν να το αισθάνεται, ο Τζάσπερ στέλνει μήνυμα. Μη θυμώνεις. Κανείς δεν θα το καταλάβει. Γυρίζω, περιμένοντας να τον δω πίσω μου, να με κοιτάζει. Αλλά δεν είναι εδώ. Ψάχνω ξανά μέσα στον κόσμο. Μια κοντή μελαχρινή ντυμένη απ’ την κορφή μέχρι τα νύχια με εκρού Σανέλ, και ο συνοδός της με βαριεστημένο βλέμμα. Ένας άντρας με πορτοκαλί φακούς στα γυαλιά του, που ψιθυρίζει στο κινητό με το χέρι πάνω από το στόμα του. Τρεις γυναίκες με τα ίδια κοκτέιλ, που κουβεντιάζουν χωρίς να κοιτάνε σχεδόν καθόλου τις φωτογραφίες. Συνεχίζω να ψάχνω. Αναζητώ τη γνώριμη στάση που παίρνει ο Τζάσπερ όταν συζητάει, γέρνοντας προς το πρόσωπο με το οποίο μιλάει ή σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος όταν γελάει ευγενικά. Όταν δεν τον βλέπω πουθενά, γράφω βιαστικά: Είσαι εδώ; Η απάντησή του είναι άμεση.
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=