Έρωτας, μια ξένη χώρα

E V E L Y N T O Y N T O N 18 αργούσε κάποιο αγόρι, θα ένιωθε το χτύπημα του χάρακα στην παλάμη του−, δεν σταματούσε να βγαίνει φουριόζος από την αίθουσα για να ενημερωθεί από τον χρηματιστή του. Ο βοηθός του φούρναρη άρπαζε τον μισθό του και έτρεχε στο χρηματιστή- ριο. Ακόμα και η μοδίστρα που ερχόταν στο σπίτι του Ότο κάθε Πέμπτη πρωί για να αντικαταστήσει κολάρα και να στριφώσει τις άκρες των παλιών σεντονιών έπαιρνε τα χρήματα που της έδινε η μητέρα του Ότο και αμολιόταν να αγοράσει μετοχές χάλυβα. Όταν μια πίντα γάλα έφτασε τα σαράντα εκατομμύρια μάρκα και οι εφημερίδες έπαψαν να αναφέρουν τις αυτοκτονίες στην πόλη, ο πατέρας της Λουίζα άρχισε να την παίρνει μαζί του σε εκείνα τα ταξίδια στην εξοχή όπου αντάλλασσε τα προικιά της μητέρας της με τρόφιμα. Η ιδέα να παίρνει ο Φραντς μαζί του τη Λουίζα ήταν της μητέρας της: την είχε φωνάξει στο καθιστικό και της είχε τραβήξει απότομα την μπλούζα προς τα πάνω για να του δείξει τα πλευρά της, που είχαν πεταχτεί από το δέρμα της. Η Λουίζα άρπαξε το στρίφωμα και προσπάθησε να το κατεβά- σει, αλλά η Ζανέτ τής χτύπησε το χέρι για να το απομακρύνει. «Κοίτα δω, Φραντς, κοίταξέ την. Και τα πόδια της σαν καλάμια είναι. Όλο και κάποιος θα τη λυπηθεί. Εσένα δεν θα σε λυπηθεί κανένας». Η αλήθεια ήταν ότι ως τότε ο Φραντς δεν είχε σταθεί και πολύ τυχερός, παρότι είχε φορέσει τη στολή του υπολοχα- γού, με τον σιδηρούν σταυρό στην τσέπη του στήθους. Υπήρχαν όμως τόσοι και τόσοι άλλοι που έκαναν το ίδιο ταξίδι. Οι μισοί αστοί της Νυρεμβέργης, καταπώς φαινόταν, άδειαζαν τα ντου- λάπια με τις πορσελάνες τους και τις ντουλάπες των γυναικών τους και έβγαιναν σε αναζήτηση μπέικον και γογγυλιών. Οι γυναίκες των αγροτών εμφανίζονταν στην πόλη με βελούδινα φορέματα, με σκουλαρίκια από γρανάτη στ’ αυτιά τους. Ήταν λάθος αυτό που πρότεινε, της είπε ο Φραντς: δεν μπο-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=