Έρωτας, μια ξένη χώρα

E Ρ Ω Τ Α Σ , Μ Ι Α Ξ Ε Ν Η Χ Ω Ρ Α 17 του καναπέ, εκεί όπου συνήθως αποκοιμιόταν ο γάτος του ο Χάν- σελ λουσμένος στον ήλιο. Τον τελευταίο χρόνο του πολέμου ο Χάνσελ βγήκε μια μέρα από το παράθυρο σε αναζήτηση ποντικών και δεν γύρισε ποτέ. Πουλήθηκε για φάγωμα, είχε πει στον Ρολφ ο εξάδελφός του ο Χανς, όταν τους είχε επισκεφτεί με τη μητέρα του: «Τώρα θα ’ναι δεμένος σαν κοτόπουλο, κρεμασμένος σε κάποιο χασάπικο με το πράμα του κομμένο». «Και πώς σκοπεύουν να πληρώσουν τα ημερομίσθια των απεργών;» ρώτησε επιτακτικά ο Ζίγκμουντ, γυρίζοντας να αντι- κρίσει τη γυναίκα του. «Αυτό τους πέρασε καν απ’ το μυαλό; Μας οδηγούν στην καταστροφή». Ο Ρολφ προσπάθησε επίμονα να φανταστεί τους καταρράκτες, τα ελάφια να σκαρφαλώνουν ξέφρενα σ’ ένα βουνό· έκλεισε τα μάτια του κι έκανε πως μιλούσε μόνος του στη γλώσσα των Απάτσι. Ο πατέρας του είχε δίκιο· προτού περάσει ένας μήνας τούς χτύπησε η καταστροφή. Το μάρκο έπεφτε διαρκώς − είκοσι χιλιά­ δες στο δολάριο, σαράντα χιλιάδες, ένα εκατομμύριο, εκατό εκατομμύρια. Μόλις πληρώνονταν οι άνθρωποι έτρεχαν στην αγορά με όλα τους τα χρήματα, τσουλώντας τα χαρτονομίσματα σε καροτσάκια. Ο διευθυντής στο σχολείο του Ρολφ και του Ότο, ένας άντρας με υγρά μάτια που όλο αγκομαχούσε και το μόνο που έκανε ήταν να βγάζει ασαφή λογύδρια για το καθήκον και τη Μητέρα Πατρίδα, κάλεσε τα αγόρια να μαζευτούν και τα παρότρυνε να πουν στους γονείς τους ότι έπρεπε να αγοράσουν μετοχές: με λίγη τύχη, είπε, μπορούσε να υπολογίζει κανείς ότι οι μετοχές θα ανέβαιναν με τον ρυθμό του μάρκου. Ήταν αναμε- νόμενο εκ μέρους του να προσφέρει τη συμβουλή αυτή πολύ καιρό αφότου είχαν όλοι ήδη αρχίσει να αγοράζουν μετοχές. Ο καθηγητής των λατινικών, που στο παρελθόν είχε υπάρξει τόσο σχολαστικός σχετικά με τη συνέπεια −έστω κι ένα λεπτό αν

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=