Έρωτας, μια ξένη χώρα

E V E L Y N T O Y N T O N 16 είχε κύκνους, δείχνοντάς του την καρφίτσα που της είχε δώσει η γιαγιά της και ψαρεύοντας τα μαλακά δερμάτινα γάντια της από την τσέπη της ώστε να μπορέσει εκείνος να τα θαυμάσει. Μόλις έφυγε, ο Ρολφ όρμησε στον Ότο και τον έριξε στο έδαφος. Κλα- δάκια τινάχτηκαν παντού. Ο Ότο σπαρταρούσε και αντιστεκό- ταν με εκπληκτική αγριότητα. Ο Ρολφ αναγκάστηκε να καθίσει πάνω στο στήθος του για να τον συγκρατήσει, αλλά ακόμα και τότε ο Ότο συνέχισε να ρίχνει άγριες γροθιές. Τελικά, όμως, η οργή του ξεφούσκωσε κι έμεινε πεσμένος βαριανασαίνοντας. «Τι τρέχει μ’ εσένα σήμερα; Τι ήταν όλο αυτό;» «Τις σιχάθηκα τις φωτιές» είπε ο Ρολφ. Σηκώθηκε τινάζοντας τα ρούχα του και τράβηξε τον Ότο να σταθεί στα πόδια του. Έκανε μια προσπάθεια να δώσουν τα χέρια, αλλά ο Ότο απομά- κρυνε το δικό του. «Μην κάνεις σαν παιδί» είπε ο Ρολφ αυστηρά. «Πάω σπίτι τώρα. Μπορείς ν’ ανάψεις φωτιά μόνος σου». Προτού καλά καλά επανέλθουν τα πράγματα στον φυσιολο- γικό τους ρυθμό −οι δρόμοι είχαν ησυχάσει, οι γυναίκες είχαν πάψει να κλαίνε και έκαναν ουρά στον χασάπη για να πάρουν νεφρά και εντόσθια− μια μέρα ο Ρολφ γύρισε στο σπίτι από το σχολείο και βρήκε τον πατέρα του έξαλλο να βηματίζει βαριά πάνω κάτω στη βιβλιοθήκη. Οι Γάλλοι, καταπώς φαινόταν, είχαν προελάσει στο Ρουρ με την αμφίβολη πρόφαση κάποιων πολεμι- κών αποζημιώσεων που δεν είχαν αποδοθεί. Το καλό χέρι του Ζίγκμουντ πηγαινοερχόταν με φόρα μπρος πίσω καθώς τους απο- καλούσε καταραμένα γουρούνια, αχόρταγα πανούργα γουρούνια. Εντωμεταξύ, η μητέρα του Ρολφ έλεγε «Έλα, έλα, έλα» με ζωηρή, καθησυχαστική φωνή, προσπαθώντας θαρρείς να ηρεμήσει ένα σμάρι ξεσηκωμένες κότες. Μολαταύτα, είπε ο Ζίγκμουντ αγριε- μένος, ήταν τρέλα εκ μέρους της κυβέρνησης να επιτρέπει αυτές τις κουβέντες περί γενικής απεργίας. Ο Ρολφ κάθισε στη γωνία

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=