Έρωτας, μια ξένη χώρα

E Ρ Ω Τ Α Σ , Μ Ι Α Ξ Ε Ν Η Χ Ω Ρ Α 15 απόγευμα που η Λουίζα ήρθε στον κήπο του Ότο –ο Ότο είχε πάει να μαζέψει προσάναμμα για άλλη μια από τις φωτιές τους– φορώ- ντας ένα μπλε φόρεμα με δαντελένιο γιακά και ασορτί μπλε παλτό, με τα κόκκινα μαλλιά της ελευθερωμένα από τις κοτσίδες, να πέφτουν στους ώμους της. Στάθηκε γεμάτη προσμονή, λικνί- ζοντας τη φούστα της από τη μια πλευρά στην άλλη. «Γιατί είσαι ντυμένη έτσι;» τη ρώτησε. «Θα πάω στο Μόναχο. Να επισκεφτώ τη θεία μου. Θα πάμε και στο μπαλέτο. Έχεις πάει ποτέ στο Μόναχο;» «Όχι» της είπε, και μετά, επειδή εκείνη είχε τόσο θριαμβευ- τικό ύφος, πρόσθεσε «όταν μεγαλώσω θα πάω να ζήσω στην Αμερική». Παρόλο που τα χέρια της συνέχισαν να σφίγγουν το φόρεμα, η Λουίζα σταμάτησε να λικνίζεται. «Τι θα κάνεις εκεί;» «Θα γίνω καουμπόης» της είπε. Η Λουίζα τίναξε το κεφάλι της. «Όχι, δεν θα γίνεις». «Θα γίνω και θα παραγίνω. Σαν τον γερο-Θρυψαλοχέρη». «Ποιος είναι αυτός;» «Ένας Γερμανός που πήγε να ζήσει με τους Ινδιάνους». «Πραγματικός; Ή σε βιβλίο;» «Σε βιβλίο. Σαν χαζό είσαι μ’ αυτό το φουστάνι». Η Λουίζα φάνηκε τόσο αποσβολωμένη που ο Ρολφ ευχήθηκε να μπορούσε να πάρει τα λόγια του πίσω, σχεδόν της είπε ότι δεν ήταν αλήθεια. Ακριβώς τότε, όμως, εμφανίστηκε ο Ότο με μια αγκαλιά κλαδιά. «Τι ομορφιές είν’ αυτές» είπε με τον καλο- συνάτο τρόπο του. «Ο Ρολφ λέει ότι είμαι σαν χαζό». «Τότε χαζός είναι αυτός». Εκείνη αμέσως κοκκίνισε και ξαναβρήκε τον ενθουσιασμό της, του είπε ξέπνοη για το μπαλέτο όπου θα πήγαινε, που θα

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=