Έρωτας, μια ξένη χώρα

E V E L Y N T O Y N T O N 14 ξύπνησε λίγες ώρες αργότερα από τον θόρυβο που έκανε η μητέρα του η οποία έκλαιγε στο διπλανό δωμάτιο. Για μια στιγμή δεν μπορούσε να προσδιορίσει τι ήταν αυτό που άκουγε· έμεινε ξαπλωμένος και μπερδεμένος, σκεπτόμενος ότι πρέπει να ήταν κάποιο ζώο ή ένα κλαδί που γρατζουνούσε το παράθυρό του, ώσπου θυμήθηκε. Ο πατέρας του θα επέστρεφε σαν εκείνους τους σακάτηδες που δεν μπορούσε να αντικρίσει στον δρόμο, και το φταίξιμο ήταν δικό του, μια τιμωρία για όλες εκείνες τις φορές που είχε κρυφτεί σε κάποιο στενό για να τους αποφύγει. Ο λαιμός του σφίχτηκε, η πίεση στο στήθος του αυξανόταν μέχρι που νόμιζε πια ότι θα σκάσει. Και τότε ήρθε στο μυαλό του μια εικόνα: τα λιβάδια και τα βουβάλια και οι ηλιόλουστοι ποταμοί, γεμάτοι πέστροφες· ένα ξέφωτο ανοίχτηκε μέσα του, λαμπερό, απαλλαγμένο από τη θλίψη. Σήκωσε το βιβλίο του Καρλ Μάι από το σημείο όπου είχε πέσει στο πάτωμα και το έσφιξε πάνω του καθώς βυθιζόταν ξανά στον ύπνο. Όταν ο πόλεμος τέλειωσε και ο πατέρας του γύρισε με δύο χέρια τελικά, αλλά με το ένα διαρκώς σφιχτά κρατημένο στο πλάι, όταν ομάδες αντρών πολεμούσαν μεταξύ τους στους δρό- μους της πόλης, όταν η αστυνομία πυροβολούσε κατά των κομ- μουνιστών στην κεντρική αγορά και το γερμανικό Πατριωτικό Κόμμα επιτίθετο στους σοσιαλιστές με ρόπαλα, όταν οι λιθό- στρωτες πλατείες βάφονταν στο αίμα και στους δρόμους έκλαι- γαν περισσότερες γυναίκες από ποτέ, εκείνος έκλεινε τα μάτια του και έφερνε στο μυαλό του τους αγρούς με το σιτάρι, τον άσπρο αφρό των ποταμών, το σιδερένιο άλογο, με το τελευταίο κόκκινο βαγόνι του, να διασχίζει το λιβάδι. Κάποια μέρα, το ήξερε, θα ζούσε στην Αμερική. Δεν μίλησε σε κανέναν για το σχέδιό του, ούτε καν στη μητέρα του, ως το

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=