Έρωτας, μια ξένη χώρα

E V E L Y N T O Y N T O N 12 που ζούσε στη διπλανή πόρτα. Τον περισσότερο καιρό τα δυο αγόρια φλέγονταν από μια υπερδιέγερση, η οποία −αν και δεν το συνειδητοποιούσαν− οφειλόταν εν μέρει στην πείνα. Κυνηγιό- ντουσαν τσιρίζοντας στον κήπο πίσω από το σπίτι των γονιών του Ότο. Ορμούσαν ο ένας στον άλλο με ψεύτικα πιστόλια και σωριάζονταν κάτω σφαδάζοντας. Τότε η Λουίζα έπρεπε να παραστήσει τη νοσοκόμα, φέρνοντας κούπες νερό από το σπίτι και τυλίγοντάς τους το κεφάλι με παλιές πετσέτες της κουζίνας. Καμιά φορά, όμως, άρχιζε τις σκανταλιές και τους έριχνε το νερό στο πρόσωπο έτσι όπως ήταν πεσμένοι. Όταν συνέβαινε αυτό, ο Ρολφ ευχαρίστως θα της έριχνε καμιά σφαλιάρα ή θα της τραβούσε τα μαλλιά, ωστόσο ο Ότο δεν θα το επέτρεπε ποτέ. Σε κανέναν δεν επιτρεπόταν να την πληγώσει όσο ήταν εκείνος παρών· αρκετά τραβούσε στο σπίτι, έλεγε, με την τρελή μητέρα της να την κλειδώνει στις ντουλάπες και να τη χτυπάει με τη ζώνη. Εκείνος, ο Ότο, είχε ορκιστεί να την προ- στατεύει πάντα. Ο Ρολφ, παρότι παρέμενε δύσπιστος, είχε εντυ- πωσιαστεί από τον σοβαρό, ενήλικο τόνο με τον οποίο του είχε πει τα λόγια αυτά ο Ότο. Συνήθως ο Ρολφ ήταν εκείνος που έδινε το πρόσταγμα· σε αυτό άλλωστε βασιζόταν η φιλία τους. Πότε πότε η Λουίζα είχε κάποια ξαφνική έμπνευση που την αποκαθιστούσε ακόμα και στα δικά του μάτια. Όταν μια νύχτα δυο καταστήματα σε έναν γειτονικό δρόμο βομβαρδίστηκαν (κατά λάθος − ένα βρετανικό Σόπγουιθ είχε παρεκτραπεί από την πορεία του στη διαδρομή προς το Μόναχο) η Λουίζα είχε την ιδέα να πάρουν τα καψαλισμένα ξύλα από το σημείο που είχε βομβαρδιστεί και να τα χρησιμοποιήσουν για να ανάψουν φωτιά. Το να ανάβουν φωτιές έγινε το μεγάλο τους πάθος τον τελευταίο εκείνο πιο παγερό χειμώνα του πολέμου, παρόλο που το καθή- κον να σέρνουν τα σανίδια στον κήπο του Ότο και να ανάβουν

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=