Έρωτας, μια ξένη χώρα

E V E L Y N T O Y N T O N 24 Η Λουίζα δεν τους το είπε ποτέ, αλλά είχε έναν θαυμαστή που ανήκε στους ναζί − έναν λιπόσαρκο, κοκαλιάρη νεαρό με καφέ πουκάμισο, που είχε εμφανιστεί από το πουθενά μια νύχτα στον δρόμο ενώ εκείνη επέστρεφε μόνη στο σπίτι με τα πόδια και την είχε ρωτήσει αν μπορούσε να τη συνοδεύσει. Τον θυμό- ταν από την αγορά, όπου το καρότσι του είχε αναποδογυρίσει· μήλα είχαν κυλήσει προς κάθε κατεύθυνση και η Λουίζα τον βοήθησε να τα μαζέψει. Την επόμενη εβδομάδα, καθώς περ- νούσε πάλι μόνη, ο νεαρός εμφανίστηκε στο ίδιο μέρος προβάλ- λοντας από τις σκιές. Το πρόσωπό του, φωτισμένο από τα φανά- ρια του δρόμου, ήταν χλωμό και γεμάτο κηλίδες, με μια τούφα τρίχες να εξέχει από το βαθούλωμα στο σαγόνι του· τα βήματά του ήταν δύσκαμπτα και ασταθή, ωστόσο κάτι πάνω του την εντυπωσίαζε, μια επώδυνη αξιοπρέπεια που απουσίαζε από τους καβαλιέρους της στον χορό. Συνήθως, τις νύχτες εκείνες που περπατούσαν μαζί ήταν σιωπηλός, καμιά φορά όμως της έδειχνε τον Ωρίωνα ή τη Μεγάλη Άρκτο με ένα είδος αδέξιας μεγαλοπρέπειας. «Σκέψου πόσο μακριά είναι, πόσο καθαρός είναι ο αέρας στον οποίο ζει. Εκεί ψηλά υπάρχει το μόνο αληθινό μεγαλείο». «Θα μου άρεσε να γίνω αστρονόμος, αλλά δεν ήταν δυνατό για μένα» είπε κάποτε. «Οι γονείς μου είναι πολύ απλοί άνθρωποι. Καλοί άνθρωποι, αλλά αδαείς. Δεν έχουν την παρα- μικρή αίσθηση υψηλότερου πεπρωμένου. Έπρεπε λοιπόν να βρω μόνος μου τον δρόμο μου». Μια άλλη φορά, καθώς έστριβαν στην οδό όπου έμενε η Λουίζα, τον ρώτησε: «Το ξέρεις πως είμαι Εβραία;» και ένιωσε την επιφυλακτικότητά του να μεγαλώνει. Ναι, είπε, το ήξερε. «Δεν υποτίθεται λοιπόν πως πρέπει να με μισείς;» Εκείνος κοντοστάθηκε. «Όλα αυτά είναι ανοησίες. Δεν έχω

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=