Έρωτας, μια ξένη χώρα

E Ρ Ω Τ Α Σ , Μ Ι Α Ξ Ε Ν Η Χ Ω Ρ Α 23 καφέ πουκάμισα σύντομα θα ηρεμούσαν· τα χειρότερα από τους δύσκολους καιρούς είχαν περάσει· η ανεργία είχε μειωθεί· θα υπήρχαν αξιοπρεπείς δουλειές για όλους τους, και τότε θα λογι- κεύονταν. Είχαν αναγνωρίσει ανάμεσα στους παρελαύνοντες τον άντρα που έκανε διανομή μπίρας από σπίτι σε σπίτι, εκείνον που καθάριζε τις καμινάδες, το αγόρι που σκούπιζε τη Φραουεν­ πλάτς την ημέρα της λαϊκής αγοράς. Ήταν καλά παιδιά, έλεγαν, συνηθισμένα παιδιά, το μόνο που χρειαζόταν ήταν να τους δοθεί μια ευκαιρία. Η μητέρα του Ότο είπε στη Λουίζα πως ποτέ δεν παρέλειπε να τους μιλάει ευγενικά όταν τους έβλεπε μόνους − του διανομέα, για παράδειγμα, πάντοτε του έδινε επιπλέον φιλοδώρημα, είπε, και του είχε αγοράσει ένα δωράκι για τη νεο- γέννητη κόρη του. Μόνο η Ζανέτ επέμενε στριγκλίζοντας ότι αυτό ήταν απλώς η αρχή. Η χώρα έχανε τα λογικά της, σύντομα οι άντρες εκείνοι θα τους πυροβολούσαν μέρα μεσημέρι και κανείς δεν θα κου- νούσε ούτε το μικρό του δαχτυλάκι. Το έβλεπε στα μάτια των ανθρώπων, έλεγε στον Φραντς ενώ εκείνος καθάριζε τα σύκα που είχε φέρει η κυρία Μίλερ για το Nachtisch 1 του: στα μάτια της γυναίκας που ξενόπλενε κι ερχόταν και κρεμούσε τα σεντό- νια στη σοφίτα, και στης μοδίστρας, και στης υπηρέτριας, ακόμα και στα μάτια της κυρίας Μίλερ. «Όλες οι γυναίκες είναι ερωτευμένες με τον μικρό δεκανέα». Ανοησίες, της έλεγε ο Φραντς, με ασυνήθιστη αυστηρότητα. Έπρεπε να ντρέπεται ακόμα και που υπαινισσόταν κάτι τέτοιο. Έσκυβε προς το μέρος της Λουίζα και της χτυπούσε χαϊδευτικά το χέρι. «Το έθνος που γέννησε τον Διαφωτισμό ποτέ δεν θα δεχτεί να κυβερνηθεί από μια συμμορία τραμπούκων». 1 Γερμανικά στο πρωτότυπο: επιδόρπιο.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=