Έρωτας, μια ξένη χώρα

E V E L Y N T O Y N T O N 22 τητα εκείνα τα αγόρια; Ήταν άκαρδη, ένα παλιοθήλυκο, στραβό παιδί απ’ την αρχή. Παγιδευμένη στο στενό χολ της εισόδου, παρακολουθώντας τα χείλη της μητέρας της να κινούνται, η Λουίζα ζωντάνευε στο μυαλό της την εικόνα του πράσινου βελού- δινου μπερέ στη βιτρίνα του μεγάλου εμπορικού Bamberger ή το κουτσό σκυλί που είχε δει στον δρόμο. Καμιά φορά ο Φραντς πρόβαλλε από το γραφείο του, αν ήταν στο σπίτι, και έλεγε στη Ζανέτ να αφήσει το παιδί ήσυχο, ενώ η Λουίζα το έσκαγε από την πόρτα ή έτρεχε πάνω στο δωμάτιό της. «Η μητέρα μου με μισεί» είπε σε ένα αγόρι που της είχε φέρει ένα πιάτο φαγητό σε έναν χορό, και γέλασε. «Δεν το πιστεύω αυτό» της είπε εκείνο. «Κανένας δεν θα μπορούσε να σε μισήσει εσένα. Είσαι τόσο όμορφη». Στο σκο- τάδι όμως ήταν τα λόγια της μητέρας της που θυμόταν, όχι του αγοριού. Μια Κυριακή πρωί ο πατέρας της τη φώναξε στο γραφείο του και της ανακοίνωσε ότι θα την έστελνε για έναν χρόνο σε μια ακαδημία θηλέων στην Ελβετία. Δεν ήταν μόνο τα νεύρα της μητέρας της, είπε −πάντα αναφερόταν στην κατάσταση της Ζανέτ ως «νεύρα»−, όμως ίσως ήταν καλύτερο για όλους να απο- μακρυνόταν λίγο καιρό από το σπίτι η Λουίζα. Ωστόσο, ο πατέ- ρας της ήλπιζε επίσης ότι θα αφοσιωνόταν στην εκμάθηση γλωσσών· οι γλώσσες, είπε, καθαρίζοντας τον λαιμό του, θα της ήταν χρήσιμες αν ποτέ ήθελε να ζήσει στο εξωτερικό. Για αρκετά χρόνια τα τάγματα εφόδου του Ναζιστικού Κόμ- ματος γύριζαν στους δρόμους της πόλης αναγγέλλοντας μεγαλο- φώνως τη μεγάλη εκκαθάριση που πλησίαζε. Οι άνθρωποι που έρχονταν να καθίσουν με τον Φραντς στο γραφείο του −μέλη των επιτροπών των βετεράνων και του συμβουλίου των φτωχοκο- μείων− έλεγαν μεταξύ τους ότι οι νεαροί εκείνοι άντρες με τα

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=