Έρωτας, μια ξένη χώρα

E Ρ Ω Τ Α Σ , Μ Ι Α Ξ Ε Ν Η Χ Ω Ρ Α 21 το στήθος της με τα χέρια του, κι ένα μικρό τίναγμα διαπέρασε το κορμί της, όχι ακριβώς ηδονή αλλά μια μικρή ιδέα της ηδονής που θα ένιωθε ίσως κάποια μέρα. Εντωμεταξύ, η Ζανέτ περνούσε όλο και περισσότερο χρόνο στο μπλε καθιστικό στο μπροστινό μέρος του σπιτιού, διαβάζο- ντας τα γράμματα που της είχε γράψει ο αδελφός της από το Πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ. Τον έλεγαν Αδόλφο· είχε αυτο- πυροβοληθεί, σε ηλικία είκοσι χρονών, έπειτα από την αποτυχία του σε κάποιες από τις εξετάσεις του δεύτερου έτους. ( Ήταν μια εποχή κατά την οποία πολλοί νεαροί άντρες, γαλουχημένοι με θρύλους φλεγόμενων λιμνών και σπαθιών, τραβούσαν τη σκαν- δάλη με το πιστόλι στον κρόταφό τους. Δεν ήταν απίθανο οι Εβραίοι εκείνοι που τόσο καμάρωναν για τη γερμανική τους ταυτότητα να κάνουν κάτι παρόμοιο.) Από τότε που θυμόταν η Λουίζα, το πορτρέτο του κρεμόταν πάνω από το μαρμάρινο τζάκι στο μικρό σαλόνι· το γραφείο του ήταν επίσης εκεί, με τα γράμματά του δεμένα με κορδέλα και στηριγμένα στα χωρί- σματα του φακελοστάτη· τα δερματόδετα βιβλία του ήταν τοπο- θετημένα με τάξη σε μια κλειδωμένη μαονένια βιβλιοθήκη με πορτάκια από χαραγμένο γυαλί. Τη χρονιά που η Λουίζα έγινε δεκαεννιά, η Ζανέτ έδωσε το πορτρέτο να καθαριστεί και να κορνιζαριστεί ξανά· ξεκλείδωσε τη βιβλιοθήκη και έδειχνε να έχει πιάσει απ’ την αρχή τους τόμους που περιείχε, παρότι πολ- λές φορές που η Λουίζα περνούσε από την πόρτα η μητέρα της απλώς καθόταν στριφογυρίζοντας τα χέρια της στην ποδιά της, με το βιβλίο που διάβαζε ανοιχτό δίπλα της στον καναπέ. Ακούγοντας τον ήχο των βημάτων της Λουίζα στον διά- δρομο, η μητέρα της σηκωνόταν, έκλεινε την πόρτα με δύναμη ή έτρεχε να βγει από το δωμάτιο για να τη στριμώξει. Πού πήγαινε, πού είχε πάει, δεν ήξερε τι ήθελαν στην πραγματικό-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=