Έρωτας, μια ξένη χώρα

E Ρ Ω Τ Α Σ , Μ Ι Α Ξ Ε Ν Η Χ Ω Ρ Α 19 ρούσε να χρησιμοποιήσει την ίδια του την κόρη με αυτό τον τρόπο. Η Ζανέτ όρμησε καταπάνω του συρίζοντας. «Καλύτερα τότε να πεθάνουμε όλοι από την πείνα, μαζί κι η κόρη σου. Θα τη σκοτώσεις με τις αρχές σου». Έτσι λοιπόν την πήρε μαζί του, κρατώντας την από το χέρι καθώς βάδιζαν έξω από την πόλη. Οι αγρότες είχαν φουσκωμένες, σκληρές κοιλιές και δουλε- μένα χέρια. Κάποιοι απ’ αυτούς φώναζαν κοντά τους τη Λουίζα με τα λαρυγγικά γερμανικά τους, ενώ ο πατέρας της τους μιλούσε. Καμιά φορά έλεγαν «Το καημένο το παιδί». Αυτό ήταν καλό σημάδι. Με τον πατέρα της να σφίγγεται δίπλα της, τσι- μπούσαν τα λιπόσαρκα μάγουλά της ή χάιδευαν τα μακριά μαλ- λιά της. Τότε δεν μπορούσε να καταλάβει αν είχε την οδυνηρή εκείνη αίσθηση, την αίσθηση ναυτίας, επειδή της άρεσε όλο αυτό ή επειδή φοβόταν. Το σίγουρο ήταν πως δεν της άρεσε η μυρωδιά τους, ούτε οι κάλοι στα δάχτυλά τους. Στύλωνε το βλέμμα της στα λουλούδια που φύτρωναν γύρω από τα σκαλοπά- τια των σπιτιών τους και αναρωτιόταν αν τα έτρωγαν ποτέ. Η κυρία Μίλερ, η μαγείρισσα, που έμενε μαζί τους −για χάρη της Λουίζα, έλεγε− παρόλο που πληρωνόταν με άχρηστα χρήματα, έβραζε αγριοραδίκια για πρωινό όταν δεν υπήρχε τίποτε άλλο. Ύστερα άρχιζε το παζάρεμα: τόσα λάχανα, τόσες μουχλια- σμένες πατάτες για την πιατέλα σερβιρίσματος από αληθινή πορσελάνη Μέισεν με τη δικτυωτή μπορντούρα· ένα κοτόπουλο κι ένα μάτσο κοκκινογούλια για τη σουπιέρα με το απαλό ροζ χρώμα και τις χρυσές λαβές. Μια φορά η γυναίκα ενός αγρότη, με ένα μαύρο σάλι τυλιγμένο σφιχτά γύρω από τους ώμους της, βγήκε από τον στάβλο με μια κανάτα γάλα, ζεστό ακόμη από την αγελάδα, και το έδωσε σιωπηλά στη Λουίζα. Μια άλλη φορά ένα αγόρι με λαγωχειλία, που παρακολουθούσε από το παράθυρο της κουζίνας, κατέβηκε τα σκαλοπάτια κουτσαίνοντας για να

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=