Ο έρωτας νοστάλγησε την Κούβα
[ 13 ] Πειραματιζόμουν με κάποια ανακυκλωμένα υλικά. Εννοώ με σκου πίδια που μάζευα από το δρόμο. Είχα πολύ υλικό γύρω μου. Τα βράδια έπινα ρούμι, κάπνιζα τα πούρα μου, αποπλανούσα καμιά μαύρη, καμιά μιγάδα. Τις λατρεύω. Δεν πρόκειται να γράψω εδώ ότι οι μαύροι είναι ανώτερη φυλή γιατί αυτό είναι ανεστραμμένος φασισμός, αλλά είμαι πεπεισμένος ότι πρέπει να αναμειχθούμε πε ρισσότερο. Nα προκαλέσουμε την ανάμειξη. Nα παράγουμε περισ σότερους μιγάδες, άντρες και γυναίκες. Η ανάμειξη σώζει. Γι’ αυτό μ’ αρέσουν οι μαύρες. Καλά, όχι ακριβώς γι’ αυτό, την ώρα που γα μάς, δεν σου καίγεται καρφί για τη σωτηρία κανενός. Αλλά έχω δυο υπέροχες μιγάδες κόρες που επιβεβαιώνουν αυτή την άποψη. Τέλος πάντων, τον Μάρτιο η Ανιέτα είχε ήδη αρχίσει να οργα νώνει από τη Στοκχόλμη το καινούργιο ταξίδι μου στη Σουηδία. Είναι πολύ καπάτσα, αλλά ένιωθα ότι είχε αλλάξει λίγο. Μεταξύ των ποιημάτων, των ιστοριών της Τριλογίας και της γυμνής φωτογρα φίας μέσα στο αλπικό χιόνι, είχαν αναστατωθεί τα νευρικά της κύτ ταρα. Μου τηλεφωνούσε σχεδόν καθημερινά και μου έλεγε πράγ ματα όπως: «Χτες το βράδυ δεν μπόρεσα να κοιμηθώ. Με έχεις αλ λάξει. Είναι αληθινά όσα γράφεις;». Και της απαντούσα: «Nαι. Δεν έχω πολλή φαντασία». Κι εκείνη: «Ω. Θα έρθεις την άνοιξη, Πέδρο Χουάν; Είναι όλα έτοιμα. Θα έρθεις;». 2 Μου τηλεφωνούσε πάντα στις οχτώ το πρωί, ώρα Αβάνας, δύο το μεσημέρι ώρα Στοκχόλμης. Ακριβής σαν καλοκουρδισμένο ρολόι.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=