Επτά μείον ένα

E Π Τ Α Μ Ε Ι Ο Ν Ε Ν Α 13 τια του κοντότερου. Ο ψηλότερος κρατούσε τον κριό για την πόρτα στο χέρι. Ο Μπέργερ τούς σταμάτησε. Υπενθύμισε ψιθυριστά: «Τον νου σας για παγίδες». Η βροχή έγινε ξαφνικά σύμμαχός τους. Οι τυμπανοκρουσίες της πάνω στα κεραμίδια έπνιγαν τους ήχους των βημάτων στη σκάλα. Ο κριός ανυψώθηκε, πολλά όπλα απασφαλίστηκαν δια­ δοχικά. Μόλις η πόρτα τινάχτηκε προς τα μέσα, ένας άλλος ήχος πέρασε μέσα από τις τυμπανοκρουσίες της βροχής. Ο πνιχτός ήχος ξύλου που έσπαζε. Άνοιγμα προς ένα βαθύ σκοτάδι. Ο πρασινομάτης γλίστρησε στο σκοτάδι με προτεταμένο όπλο. Κύλησαν κάνα δυο δευτερόλεπτα. Φάνηκαν να έχουν πο­ λύ μεγαλύτερη διάρκεια. Ο Μπέργερ άκουσε τον εαυτό του να ανασαίνει μέσα από τον ήχο της βροχής, παραδόξως αργά. Ο χρόνος διαστάλθηκε. Μια κραυγή έσκισε τον εκκωφαντικό θόρυβο της κακοκαι­ ρίας. Αρχικά δεν ακούστηκε ανθρώπινη. Έπειτα διαμορφώθηκε σε μια κραυγή μάλλον έκπληξης παρά πόνου. Ο σαφέστερος τόνος μπροστά στο άγχος θανάτου. Ο πρασινομάτης της ειδικής αστυνομικής δύναμης βγήκε μέ­ σα από τα σκοτάδια. Ήταν κατάχλωμος. Το υπηρεσιακό του όπλο έπεσε με γδούπο στα σανίδια της βεράντας. Και μόνον όταν σωριάστηκε στο πλάι έγινε η κραυγή ουρλιαχτό. Ακόμη δεν ακουγόταν ανθρώπινο. Το αίμα ανακατευόταν με το νερό στο σανίδωμα καθώς δύο συνάδελφοι τον τραβούσαν στην άκρη. Δύο λάμες μαχαιριών προεξείχαν από τα μπράτσα του. Ο Μπέργερ άκουσε τον ίδιο του τον στεναγμό, τον πόνο που έκρυβε, τον πόνο που δεν έπρεπε εντούτοις να ριζώσει εκεί, έναν πόνο που δεν έπρεπε να του σταθεί εμπόδιο. Έριξε ένα βλέμμα βιαστικό στο σκοτάδι και τράβηξε το κεφάλι του από το κού

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=