Επτά μείον ένα
2 Κυριακή 25 Οκτωβρίου, ώρα 10.14 Τ α φύλλα από τις λεύκες έτρεμαν και παρόλο που ο ουρα νός ήταν σκοτεινός κι ανταριασμένος μ’ εκείνον τον σχεδόν μεσαιωνικό τρόπο, φαινόταν να παράγεται ένα κάπως δυνατό θρόισμα ανάμεσα από τα τρεμάμενα φύλλα. Ο Μπέργερ κού νησε έντονα το κεφάλι, απόδιωξε όλες τις άσχετες εντυπώσεις και ανάγκασε το βλέμμα του να κατέβει από τις δεντροκορφές. Ο ξύλινος τοίχος που πίεζε την πλάτη του –τόσο σάπιος ώστε να τον νιώθει πορώδη– ανέκτησε μεμιάς το ψύχος και την υγρασία του. Έριξε μια ματιά στα ερείπια των άλλων εξοχικών: μόλις και μετά βίας ορατά μέσα στην καταρρακτώδη βροχή. Δύο συνά δελφοι σκυφτοί δίπλα από κάθε εξοχικό, καθένας μ’ ένα αλεξί σφαιρο γιλέκο που έσταζε νερά, καθένας με το όπλο στο χέρι. Τα βλέμματα ολωνών στράφηκαν στον Μπέργερ. Περίμεναν το σήμα. Εκείνος γύρισε πίσω και είδε τα ζαρκαδίσια μάτια, ορ θάνοιχτα. Νερό κυλούσε στο πρόσωπο της Ντίαρ, λες κι ήταν όλο το κεφάλι της ένα μάτι που δάκρυζε ασταμάτητα. Έξι μπάτσοι σε μια περιοχή παρατημένων εξοχικών μέσα στη νεροποντή. Ο Μπέργερ έριξε μια ματιά από τη γωνία του εξοχικού. Το σπιτάκι δεν φαινόταν. Το είχαν δει όταν πλησίασαν αθόρυβα
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=