Επτά μείον ένα

A R N E D A H L 20 Από την άλλη, το αίμα είχε πήξει κανονικά. Δεν είχαν αργή­ σει απλώς. Είχαν αργήσει πάρα πολύ. Κοίταξε τους τοίχους, όλους τους τοίχους. Ήταν σαν να ’θε­ λαν να του πουν κάτι. Σαν να φώναζαν. Η Ντίαρ πήγε κοντά του. Αγκαλιάστηκαν, βιαστικά, φευγα­ λέα. «Πρέπει ν’ αφήσουμε τον χώρο όσο πιο ανέγγιχτο γίνεται» είπε εκείνος. «Προχώρα εσύ πρώτη στην έξοδο». Είδε τα πόδια της να εξαφανίζονται. Έκανε κάνα δυο βήμα­ τα προς το άνοιγμα. Σταμάτησε, έριξε μια ματιά τριγύρω. Πήγε ξανά στις δύο δοκούς, άφησε τη δέσμη του φακού να τις δια­ τρέξει από πάνω έως κάτω. Βρήκε εγκοπές στην αριστερή, πε­ ρίπου τις ίδιες στη δεξιά, σε τρία επίπεδα. Κοίταξε κάτω, προς το πάτωμα. Πίσω από τη δεξιά δοκό υπήρχε κάτι, μισοσφηνω­ μένο. Ένα μικροσκοπικό αντικείμενο. Έσκυψε και το τράβηξε. Ήταν ένα γρανάζι, ένας οδοντωτός τροχός, πολύ, πάρα πολύ μικρός. Το περιεργάστηκε. Έπειτα το έβαλε σε μια εξίσου μικρή σακούλα αποδεικτικών στοιχείων, την έκλεισε και την έβαλε στην τσέπη του. Έβγαλε το κινητό, φωτογράφισε τις δοκούς από διαφορετικές γωνίες. Στράφηκε προς την ξεραμένη λιμνούλα αίματος. Τη φωτογράφισε κι αυτή. Έριξε το φως του φακού στον τοίχο τον οποίον είχε επίσης λερώσει το αίμα. Έβγαλε πολλές φωτογρα­ φίες του τοίχου, ακόμα και στα σημεία που δεν υπήρχε αίμα. Όλα έγιναν τόσο γρήγορα που δεν πρόλαβαν ούτε να σκεφτούν πως αργούσε και να του φωνάξουν. Έπειτα βρέθηκε στο άνοιγμα, έβγαλε τα χέρια του προς τα έξω, οι άλλοι τον τράβηξαν. Ανέβηκαν τη σκάλα της καταπακτής, ο ένας μετά τον άλλον εξαϋλώνονταν σ’ ένα φως που ήταν αποχαυνωτικό. Βγήκαν έξω στη βεράντα· η βροχή είχε σταματήσει. Ο Μπέργερ και η Ντίαρ στέκονταν πολύ κοντά ο ένας στον άλλον. Ανάσαιναν ελεύθερα.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=