Επτά μείον ένα
E Π Τ Α Μ Ε Ι Ο Ν Ε Ν Α 19 Ντίαρ είχε εξαφανιστεί, ότι την είχε στείλει ο ίδιος στην κόλαση δίχως καμία απολύτως προστασία. Τα δευτερόλεπτα κυλούσαν παράλογα αργά. Έπειτα βγήκε ένας στεναγμός από το άνοιγμα, ένα συγκρα τημένο βογκητό. Ο Μπέργερ κοίταξε τους άντρες της ειδικής δύναμης. Ήταν χλωμοί · ένας τους προσπαθούσε πυρετωδώς να σταματήσει το τρεμούλιασμα του αριστερού του χεριού. Ο ίδιος γονάτισε, πήρε βαθιά ανάσα και σύρθηκε μέσα στο άνοιγμα. Μέσα στον άγνωστο χώρο είδε την Ντίαρ με τα δύο χέρια μπροστά στο στόμα της. Κοίταξε στην άλλη άκρη. Κατά μήκος του πατώματος και σ’ ένα τμήμα του τοίχου υπήρχαν λεκέδες, μεγάλοι λεκέδες. Η μυρωδιά πλέον είχε καταντήσει δυσωδία. Όχι, όχι μία δυσωδία. Πολλές. Καθώς σερνόταν προς τα μέσα με υπερβολική δύναμη, άρ χισαν να πέφτουν βροχή οι εντυπώσεις. Στάθηκε στα πόδια του, σήκωσε τον φακό, πλησίασε. Η Ντίαρ στεκόταν μπροστά στον έναν τοίχο. Ανάμεσα σε δύο δοκούς στήριξης από σάπιο ξύλο υπήρχε αυτό που τραβούσε όλη την προσοχή, σαν σε σκηνή. Στην άκρη υπήρχε ένας λεκές στο τσιμεντένιο πάτωμα, ένας μεγάλος λεκές, δίπλα σ’ έναν αναποδογυρισμένο κουβά. Ανάμεσα από τις δοκούς υπήρχε άλ λος ένας μεγάλος λεκές, σχεδόν στο ίδιο χρώμα, αλλά σαφώς διαφορετικός. «Ω, που να πάρει ο διάολος» έκανε η Ντίαρ. Ο Μπέργερ κοίταξε τον λεκέ που απλωνόταν από το δάπεδο πάνω στον τοίχο. Αρκετά μεγάλος ώστε να φτάνει μέχρι τα ρουθούνια του η δυσωδία. Ακόμα και με τις ακαθαρσίες του κουβά χυμένες στο πάτωμα. Για να μυρίζει έτσι, το αίμα ήταν πολύ.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=