Εντιμότατα λαμόγια
21 Ε Ν Τ Ι Μ Ο Τ Α Τ Α Λ Α Μ Ο Γ Ι Α είχε καταφέρει να πάρει τη θέση που ήθελε, τον μισθό, τα μπόνους και τα κρυφά εξτραδάκια που θα μπορούσαν να τη βγάλουν από το οικονομικό της αδιέξοδο. Περίμενε ακίνητη για λίγο έξω από το δωμάτιό του. Συλλογίστηκε το χθεσινοβραδινό της όνειρο και την αίσθη σή της όταν ξύπνησε. Πως άνοιγε την πόρτα, έμπαινε μέσα, κι εκείνος τσουλούσε με φούρια το αναπηρικό του αμαξί διο προς το μέρος της για να την προϋπαντήσει. Της έπια νε το χέρι γεμάτος χαρά που αντίκριζε κάποια που τον αγαπούσε. Τη συνάδελφό του. Την αρραβωνιαστικιά του. Και τα δύο πρώην. Ήταν ένα όνειρο που συχνά έβλεπε τα βράδια της Κυ ριακής. Πριν χαθεί κι αυτό μέσα στον παλιό εφιάλτη. Τον απέραντο λασπότοπο. Τις ριπές από τα Καλάσνικοφ. Τη σπασμένη κάμερα. Τις λασπωμένες γαλότσες. Τον ματω μένο λάκκο. Πήρε ανάσα, άνοιξε την πόρτα και μπήκε. «Γεια σου, Λάμπρο μου, πώς είσαι σήμερα; Καλύτερα σε βλέπω». Πάντα το ίδιο πλαστό χαμόγελο ανοίγοντας την πόρτα, πάντα τα ίδια λόγια. Με δεδομένη την κατάστασή του όμως, τα λόγια της ήταν πάντα καινούργια για εκείνον. Καθόταν στη μέση του δωματίου, με το αναπηρικό του καροτσάκι στραμμένο προς την πόρτα. Την κοίταξε. Αλλά δεν υπήρχε κάτι στα μάτια του που να δείχνει ότι την αναγνώριζε. Τον πλησίασε, άπλωσε το χέρι της και χάιδε ψε το παγωμένο μάγουλό του. Ίσως το χάδι βοηθούσε, ίσως μια σπίθα άναβε στα μάτια του. Δεν υπήρξε σπίθα.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=