Εντιμότατα λαμόγια

20 Θ Α Ν Ο Σ Δ Ρ Α Γ Ο Υ Μ Η Σ γαλότσες μαζί της όμως, δεν μπορούσε να τις βάλει. Ποτέ ξανά έπειτα από όσα συνέβησαν. Το πρώτο πράγμα που είχε δει όταν βρήκε τον Λάμπρο πεσμένο στη λάσπη, μισό μέσα και μισό έξω από μια γούβα γεμάτη κόκκινο, ματω­ μένο νερό, ήταν οι λασπωμένες γαλότσες στα πόδια του. Αυτή η εικόνα δεν έφυγε ποτέ απ’ το μυαλό της: δυο γα­ λότσες σε γωνία σαράντα πέντε μοιρών πάνω στη λάσπη. Μόλις άνοιξε τις πόρτες της εισόδου, την έπνιξε η οσμή από γερασμένους, παραιτημένους ανθρώπους. Τόσες δε­ κάδες Δευτέρες, κι ακόμη δεν είχε συνηθίσει αυτή τη μυ­ ρωδιά. Όσοι βρίσκονταν μέσα σ’ αυτό το κτίριο, κατάκοι­ τοι σε στρώματα, καθισμένοι σε αναπηρικές καρέκλες ή γερμένοι με κόπο σε περιπατητήρες, δεν ήταν απαραίτητα μεγάλοι στα χρόνια, οπότε δεν μπορούσε να καταλάβει από πού ερχόταν αυτή η αποπνικτική μυρωδιά της γερο­ ντικής ανημπόριας που την πλημμύριζε. Σταμάτησε στην υποδοχή και χαιρέτησε. Η νοσοκόμα ανταπέδωσε την καλημέρα και τη στόλισε μ’ ένα προβα­ ρισμένο χαμόγελο. «Δεν βγήκε σήμερα, είναι μέσα. Στο δωμάτιό του». «Ευχαριστώ». «Ξέρει ότι θα έρθετε. Γι’ αυτό». Τρίχες ήξερε. Ο Λάμπρος δεν είχε την παραμικρή ιδέα ότι θα ερχόταν. Σπάνια το καταλάβαινε. Ελάχιστες φορές έδειξε πως πράγματι την περίμενε ή την αναγνώριζε. Δεν είπε τίποτα όμως. Δεν διέκοψε τη γλυκιά νοσοκόμα. Ήθελε να είναι κι αυτή ευγενική με όλους. Τους χρωστού­ σε χρήματα που δεν μπορούσε να εξοφλήσει, παρά τις υποσχέσεις που έδινε συνεχώς. Πώς να τις εξοφλήσει αφού κι η ίδια ανεξόφλητες υποσχέσεις μάζευε τόσο καιρό; Είχε κάνει τα πάντα, κυριολεκτικά τα πάντα , κι ακόμη δεν

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=