Εντιμότατα λαμόγια

23 Ε Ν Τ Ι Μ Ο Τ Α Τ Α Λ Α Μ Ο Γ Ι Α τη θέση που σου υποσχέθηκα μπόρεσα να πάρω, ούτε καν αυτό δεν κατάφερα, παρόλο που προσπαθώ όπως μπορώ, παρόλο που τα έχω κάνει όλα, παρόλο που έχω βουτηχτεί στα σκατά μέχρι τον λαιμό». Ήταν ο γνώριμος μονόλογός της κάθε φορά. Τον έλεγε σαν εκμυστήρευση. Μερικές φορές και σαν εξομολόγηση. Πίστευε πως την άκουγε και τη συγχωρούσε, πως της έδι­ νε άφεση αμαρτιών για ένα έγκλημα που δεν είχε κάνει. Πως την ενθάρρυνε να συνεχίσει αυτά τα βρόμικα παιχνί­ δια μέχρι να πετύχει τον στόχο της, να επιβιώσει σ’ αυτό τον σκατόλακκο της ίντριγκας, της διαπλοκής και των συ­ νωμοσιών που ήταν η πολιτική και δημοσιογραφική πιάτσα. Χρειαζόταν κάποιον να την ενθαρρύνει. Κάποιον να ξε­ πλένει τη βρόμα που ένιωθε. «Και για σένα το κάνω, Λάμπρο μου. Να νιώσεις πως η θυσία σου δεν πήγε άδικα. Ούτε η αγάπη σου. Πως απο­ δείχτηκα αντάξια των προσδοκιών σου. Να ανελιχθώ και να πάρω τη θέση για να μπορώ να πληρώνω για τη φρο­ ντίδα σου, για να μην αναγκαστώ να σ’ εγκαταλείψω στην ατυχία σου». Ύστερα έμεινε σιωπηλή κι αυτή. Του έσφιγγε το χέρι και τον χάιδευε. Δεν μπορούσε να κάνει κάτι παραπάνω, ένιωθε εντελώς ανήμπορη. Έλπιζε όμως πως έστω κι αυτά τα λίγα ήταν σημαντικά. Ήταν ο μέντοράς της, ήταν ο άν­ θρωπός της, ο έρωτας της ζωής της · έτσι πίστευε κάποτε. Αυτός ο έρωτας όμως είχε από καιρό σβήσει, είχε χαθεί μαζί μ’ εκείνον. Τώρα δεν ήξερε αν αυτό που ένιωθε ήταν μια μορφή αγάπης ή σκέτος, καθαρός οίκτος. Σηκώθηκε όταν ακούστηκαν τα καμπανάκια του γεύ­ ματος. Η ώρα είχε πάει δώδεκα, είχε φτάσει η στιγμή του αποχαιρετισμού. Τράβηξε το καροτσάκι του μπροστά στο

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=