Εντιμότατα λαμόγια

22 Θ Α Ν Ο Σ Δ Ρ Α Γ Ο Υ Μ Η Σ Δεν υπήρξε τίποτα. Έστρωσε το κρεβάτι, όχι πως χρειαζόταν, έτσι, για να κάνει κάτι στα πρώτα αμήχανα λεπτά. Τακτοποίησε τα λουλούδια κι άφησε στο κομοδίνο τα αγαπημένα του σο­ κολατάκια. Στάθηκε μπροστά του έπειτα. Μισό μέτρο από το πρόσωπό του, καθισμένη στη μοναδική, φυσιολογική καρέκλα του δωματίου. Ο Λάμπρος Γράψας γέλασε. Ένα αταίριαστο με την εμφάνισή του τσιριχτό γέλιο, γέλιο παιδιού, εντελώς πα­ ράταιρο με τον ώριμο άντρα απέναντί της. Περίμενε λίγο να κοπάσει κι έπειτα του έπιασε το γερό του χέρι και το κράτησε σφιχτά μέσα στα δικά της. Το προσωπικό τον είχε περιποιηθεί όπως κάθε μέρα επίσκεψης. Του είχαν χτενίσει τα άτονα μαλλιά που είχαν πάρει να γκριζάρουν στους κροτάφους και να αραιώνουν πάνω από το μέτωπο. Φορούσε μια μπλε σκούρα πιτζάμα κι από πάνω μια φρε­ σκοπλυμένη ρόμπα που ευωδίαζε. Έμειναν για ώρα σιωπηλοί, ο ένας απέναντι από τον άλλο. Προσπάθησε κάτι να της πει. Ένα ψέλλισμα, παντε­ λώς ακατανόητο. Πλησίασε κι άλλο κοντά του, νιώθοντας πάλι αυτό το περίεργο συναίσθημα, πως συνερχόταν ξαφ­ νικά, πως καταλάβαινε τα πάντα, πως γινόταν πάλι ο Λά­ μπρος που είχε κάποτε ερωτευτεί παράφορα, ο άντρας που θαύμαζε, που ακολουθούσε σε όλες τις ανταποκρίσεις από τις εμπόλεμες ζώνες. Τα χείλη του τρεμόπαιξαν μια δυο φορές κι έπειτα έσβησαν σε μια θλιβερή ακινησία. «Λυπάμαι. Λυπάμαι τόσο πολύ» του είπε και ξέσπασε σε κλάματα. «Νιώθω τόσο αδύναμη, δεν ξέρω για πόσο ακόμα θα μπορώ να σου προσφέρω τη φροντίδα που χρειά­ ζεσαι. Τα χρέη αυξάνονται και τα χρήματά μου έχουν τε­ λειώσει από καιρό. Σε έχω απογοητεύσει, το ξέρω. Ούτε

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=