Ένοχος μέχρι αποδείξεως του εναντίου

23 Ε Ν Ο Χ Ο Σ Μ Ε Χ Ρ Ι Α Π Ο Δ Ε Ι Ξ Ε Ω Σ Τ Ο Υ Ε Ν Α Ν Τ Ι Ο Υ σε. Η πιο ψηλή από τις δύο είχε τα μαλλιά της σκεπα- σμένα με μια μαντίλα και φορούσε ένα μακρύ πανωφό- ρι σαν παλτό. Κοιτούσε φοβισμένα την Αιμιλία και κου- νούσε αρνητικά το κεφάλι. Μια αστραπή έσκισε τον ουρανό και η βροντή που ακολούθησε έκανε τις δύο άγνωστες γυναίκες να αγκα- λιαστούν τρομαγμένες. Η ψηλή το πήρε απόφαση και ακολούθησε την Αιμιλία, τραβώντας από το χέρι την άλλη. Αγκαλιασμένες κάθισαν πίσω από το κάθισμα της Αιμιλίας, σφίγγοντας η μία το χέρι της άλλης, μαζεμένες, σαν να προσπαθούσαν να πιάσουν όσο λιγότερο χώρο γινόταν. Η Αιμιλία πρόλαβε να ψιθυρίσει στον Χάρη: «Μην πεις τι δουλειά έκανες!». Εκείνος δεν χρειαζόταν οδηγίες. Ήταν ολοφάνερο πως οι δύο γυναίκες ήταν πρόσφυγες από κάποια μουσουλμανική χώρα και φο- βόνταν ακόμα και τον ίσκιο τους. Τις κοίταξε διακριτικά από τον καθρέφτη του και συνειδητοποίησε ότι η πιο μικροκαμωμένη ήταν κοριτσά- κι, όχι πάνω από τα δώδεκα. Είχαν και οι δυο αμυγδα- λωτά μαύρα μάτια, μακριά λεπτή μύτη και στόμα που δεν είχε εξασκηθεί στο χαμόγελο και το γέλιο. Ήταν μητέρα και κόρη, όπως μαρτυρούσαν τα χαρακτηριστικά του προσώπου τους και η γλώσσα του σώματος. Η Αιμι- λία τούς έδωσε ένα κουτί χαρτομάντιλα να σκουπιστούν από τη βροχή και ύστερα τους πρόσφερε μπισκότα Μι- ράντα. Το κοριτσάκι, παρά την αρνητική κίνηση της μη- τέρας, άπλωσε δειλά το χέρι και πήρε ένα μπισκότο. Ο Χάρης έβγαλε ένα μπουκάλι νερό από την πλαϊνή

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=