Ένοχη νύχτα

12 Μ Α R Y H I G G I N S - C L A R K αραιά άσπρα μαλλιά, φόρεσε τα γυαλιά της και έριξε μια ματιά στο ρολόι. «Τρελάθηκες, Γκας; Ξέρεις τι ώρα είναι;» «Η ώρα είναι τέσσερις και η Κέιτ μού ζήτησε να συ- ναντηθούμε εκεί στις τεσσερισήμισι. Πρέπει να έχει τους λόγους της, γι’ αυτό πηγαίνω». Φαινόταν ταραγμένος. Η Λότι ήξερε ότι δεν έπρεπε να κάνει την ερώτηση που κλωθογύριζε στο μυαλό και των δύο. «Γκας, έχω ένα κακό προαίσθημα τελευταία. Ξέρω ότι δεν σου αρέσει να με ακούς να μιλάω έτσι, όμως διαισθά- νομαι πως κάτι κακό θα συμβεί. Δεν θέλω να πας». Οι δύο σύζυγοι αγριοκοιτάχτηκαν στο χαμηλό φως της εξηντάρας λάμπας. Μπορεί ο Γκας να έλεγε άλλα, όμως βαθιά μέσα του φοβόταν. Το γεγονός ότι η Λότι ισχυριζόταν πως ήταν μέντιουμ τον εκνεύριζε και τον φόβιζε συνάμα. «Λότι, κοιμήσου» της είπε θυμωμένα. «Όποιο πρό- βλημα και αν υπάρχει, θα είμαι σπίτι για το πρωινό». Ο Γκας δεν ήταν διαχυτικός άνθρωπος, αλλά, σαν οδηγη- μένος από κάποιο ένστικτο, πλησίασε στο κρεβάτι, έσκυ- ψε πάνω από τη γυναίκα του, τη φίλησε στο μέτωπο και της χάιδεψε τα μαλλιά. «Μην ανησυχείς» της είπε με σίγουρη φωνή. Ήταν τα τελευταία λόγια που θα της έλεγε ποτέ.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=